δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
κᾰσώρῐον: κᾰσωρεύω, κᾰσωρίς, κασωρῖτις, ἴδε κασαλβάς.
κασώριον και κασωρεῑον, τὸ (Α) κασωρίςχαμαιτυπείο, πορνείο, μπουρδέλο.