λατραβός

Revision as of 18:34, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

German (Pape)

[Seite 18] = λαμυρός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λατραβός: λαμυρός, καὶ λατραβία, = λαμυρία, Ἡσύχ.· ὅστις ἔχει καὶ μετοχ.: λατραβῶν· «ἀλαζονευόμενος» καὶ ῥῆμα λατραβίζειν· «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῖν» ― λατράζειν· «βαρβαρίζειν».

Greek Monolingual

λατραβός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λαμυρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβός και λατραβία (= «λαμυρία μετά ερυθριάσεως», κατά τον Ησύχιο) συνδέονται με τη λ. λατραβιάζω].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: λαμυρός, avariciuous, gluttonous, lascivious
Other forms: λατραβῶν ἁλαζονευόμενος H.; ἐλατράβιζον τὸ βωμολοχεύειν καὶ πανουργεῖν λατραβίζειν ἔλεγον H.; λατραβίζειν ἐσπουδασμένως καὶ ᾳ᾽σήμως λαλεῖν H.; cf. λατραπία λαμυρία μετὰ ἐρυθριάσεως Η. Also λάτραψ ὑετός (cf. λαῖλαψ id.)?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 199 connects λατράζειν βαρβαρίζειν H., and λαθροῦν βλάπτειν H., further λαιθαρυζειν λαμυρῶσαι, διαπράξασθαι H (and λαιθυράζω); these proposed connections cannot be considered certain. The form λατραβ-\/π- is Pre-Greek.