σπέληξ
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «γυναικεῑον ἱμάτιον, ἡμιδιπλοΐδιον».
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «γυναικεῑον ἱμάτιον, ἡμιδιπλοΐδιον».