ἀξιόχρεως
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
εων, gen. εω, Ion. ἀξιόχρεος, ον, Hdt. (though the other form occurs as v.l. 1.156, al.) and Hp.Art.11; both forms in
A Foed. Delph.Pell.1A15, cf. 1B9: Boeot. acc. pl. ἀξιοχρειέας, implying nom. ἀξιοχρη(ϝ)ής, prob. rest. in IG7.1739.9: neut. pl. ἀξιόχρεα Hdt. 5.65: dat. sg. written ἀξιοχρείῳ IG22.1183.28: Comp. and Sup. ἀξιοχρεώτερος, ἀξιοχρεώτατος, Plb.4.3.3 (s.v.l.), 10.27.1: (χρέος):—worthy of a thing: hence,
I abs., like ἀξιόλογος, noteworthy, considerable, πόλις Th.1.10; of a person, ὑπὸ ἀξιοχρέου καὶ ἀποθανεῖν ἡμίσεα συμφορή Hdt.5.111.
2 serviceable, sufficient, ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνειν Id.1.156; ἐπ' οὐδεμιῇ αἰτίῃ ἀξιόχρεῳ Id.3.35; also of persons, ἀ. ἐγγυηταί trustworthy, substantial, Ar.Ec.1065, Pl.Ap.38c, cf. Foed. Delph.Pell. ll.cc.; εἰς ἀ. τὸν λέγοντα ἀνοίσω Pl.Ap.20e; στρατόπεδα ἀ. πρὸς μάχην Plb.1.19.1; τόλμα ἀ. πρὸς ἡγεμονίαν Plu.Caes.56.
II c. inf., able, sufficient to do... Hdt.4.126, Th.5.13; ἀξιόχρεω.. ἡμῖν ἀντιτάξασθαι D.3.27; ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ὁ θεὸς.. τὸ μίασμα λῦσαι; E.Or. 598. Adv. ἀξιοχρέως Hsch.
III c. gen. rei, worthy, deserving of, ἀξιόχρεα ἀπηγήσιος = ἀξιαπήγητα, Hdt.5.65; ἀ. τηλικούτου πράγματος worthy of credit in... D.8.49, cf. 19.131.—Rare in poets, as E. l.c.
Spanish (DGE)
-εων, gen. -εω
• Alolema(s): jón. y koiné ἀξιόχρεος, -ον Hdt.1.156; ἀξιοχρήϊος Hp.Art.11, PSI 377.3 (III a.C.), PPar.10.14 (II a.C.), BGU 909.25 (IV d.C.); ambas formas en FD 1.486.1 A 16, 1.486.1 B 9
• Morfología: [dat. sg. ἀξιοχρείωι IG 22.1183.28 (Ática IV a.C.), beoc. ac. plu. ἀξιοχρειέας IG 7.1739.9]
I 1de abstr. y cosas suficiente abs. πρόφασις Hdt.l.c., αἰτίη Hdt.3.35
•importante πόλισμα Th.1.10.
2 de pers. valiente, de calidad Hdt.5.111
•de garantía, de confianza, bueno ἐγγυηταί Ar.Ec.1064, cf. Pl.Ap.38b, Lg.871e, 914e, εἰς ἀ. ... τὸν λέγοντα ἀνοίσω Pl.Ap.20e, ἄνθρωποι PSI l.c., οὐκ ἀξιόχρεων ἐνόμισαν εἶναι μαθητήν Fauorin.de Ex.24.51
•de dinero, adinerado ἀνήρ PPar.l.c.
•en sent. legal legítimo, capacitado legalmente de un vendedor ICr.4.161.42 (Mileto III a.C.).
II c. diversas constr. digno c. gen. ἀνθρώπων ... οὐδεὶς ... ἀξιόχρεως τηλικούτου πράγματος ningún hombre hay digno de tal empresa D.8.49, τίμημα ... τοσούτων (πραγμάτων) ἀξιόχρεων pago digno de tamañas acciones D.19.131
•subst. neutr. plu. ἔπαθον ἀξιόχρεα ἀπηγήσιος soportaron cosas dignas de relato Hdt.5.65
•c. prep. τὰ ... στρατόπεδα νομίζων ἀξιόχρεα πρὸς μάχην Plb.1.19.1, τόλμαν ἀ. πρὸς ἡγεμονίαν Plu.Caes.56, σώματα ἀ. ... πρὸς τοὺς πόνους Luc.Anach.20
•c. inf. capaz de ἀ. ... τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι ἀντιωθῆναι Hdt.4.126, ἀξιόχρεων ... ὄντων δρᾶν Th.5.13, ἀξιόχρεως ὁ θεὸς ... μίασμα λῦσαι E.Or.597, ἀ. ... ἡμῖν ἀντιτάξασθαι D.3.27.
III subst. ἀξιόχρεον, τό garantía δώσω σου εἱκανὸν ἀξιώχρον (sic) PGrenf.2.41.22 (II d.C.), ἱκανὰ ἀ. ... παρασχεῖν ὑπὲρ τῆς σωτηρίας μου BGU l.c.
IV adv. ἀξιοχρέως· ἱκανῶς Hsch.
German (Pape)
[Seite 271] ων, ion. auch ἀξιόχρεος, der Sache angemessen, s. Xen. Cyr. 7, 5, 71; tüchtig. wacker, Her. 5, 111; ἀξιοχρεώτατοι Xen. Cyr. 7, 5, 71; αἰτίη, triftiger Grund, 3, 35, wie πρόφασις 1, 156; zuverlässig, glaubwürdig, bes. von Zeugen u. Bürgen, ἐγγυητής Plat. Legg. XI, 914 d; vgl. Apol. 20 e u. Andere. Dah. παρασκευή, ausreichend, bedeutend, Schol. ἀσφαλής, Thuc. 6, 21; πόλις, groß, Thuc. 1, 10; 4, 85; Pol. 1, 30, der das Wort oft hat; ἄνδρες, φυλακή, 3, 5. 17; στρατόπεδα ἀξ. πρὸς μάχην 1, 19, u. öfter. Auch wie ἄξιος, τινός, ἀπηγήσιος Her. 5, 65; τίμημα ἀξ. τοσούτων ἀδικημάτων Dem. 19, 131. Und c. inf., Her. 4, 126; Thuc. 5, 13; Dem. 3, 27; πρός τι, Pol. 1, 19; Plut. Caes. 56. – Compar. ἀξιοχρεώτερος, Pol. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
propre à l'usage, d'où
1 suffisant, convenable ; avec l'inf. propre à, capable de;
2 considérable, important;
3 digne de, gén;
Cp. ἀξιοχρεώτερος, Sp. ἀξιοχρεώτατος.
Étymologie: ἄξιος, χρέος.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιόχρεως: 2, gen. χρεω
1 веский, основательный (αἰτίη, πρόφασις Her.);
2 заслуживающий доверия, верный, надежный (ἐγγυητής Arph., Plat., Dem.);
3 достойный, заслуживающий, стоящий (τινος Her., Dem.);
4 значительный, крупный, важный (παρασκευή Thuc.; πόλις Thuc., Polyb.; ἄνδρες Polyb.);
5 достаточный, (пригодный) годный (πρός τι Polyb., Plut.; ποιεῖν или εἶναί τι Her., Eur., Thuc., Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόχρεως: εων, γεν. ω: Ἰων. ἀξιόχρεος, ον, Ἡρόδ. (ἂν καὶ εὑρίσκεται ὡσαύτως καὶ ὁ ἕτερος τύπος ἐν χειρογρ.), καὶ Ἱππ.: οὐδ. πληθ. ἀξιόχρεα: Συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἀξιοχρεώτερος, -ώτατος, Πολύβ. 4. 3, 3., 10. 27, 1: (χρέος): ― ἄξιός τινος, ἑπομένως, Ι. ἀπολ., ὡς τὸ ἀξιόλογος, ἄξιος λόγου, σημαντικός, μέγας, πόλις Θουκ. 1. 10· ἐπὶ προσώπου, ὑπ’ ἀξιόχρεω καὶ ἀποθανέειν ἡμίσεα συμφορή (πρβλ. Οὐεργ. Aeneae magni dextra cadis), Ἡρόδ. 5. 111. 2) χρήσιμος, ἀξιόπιστος, ἱκανός, ἀρκετός, ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνειν ὁ αὐτ. 1. 156· ἐπ’ οὐδεμιῇ αἰτίῃ ἀξιόχρεῳ ὁ αὐτ. 3. 35· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπ., ἄξ. ἐγγυηταί, ἀξιόπιστοι, δυνάμενοι νὰ πληρώσωσιν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1065, Πλάτ. Ἀπολ. 38Β· εἰς ἀξ… τὸν λέγοντα ἀνοίσω αὐτόθι 20Ε. ΙΙ. μετ’ ἀπαρεμ. ἐπαρκής, ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι…, Ἡρόδ. 4. 126, Θουκ. 5. 13· ἀξιόχρεω… ἡμῖν ἀντιτάξασθαι Δημ. 36. 5· ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ὁ θεός… μίασμα λύσαι; Εὐρ. Ὀρ. 598. ΙΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, ἄξιος, ἀξιόχρεα ἀπηγήσιος = ἀξιαπήγητα, ἄξια ἀφηγήσεως, Ἡρόδ. 5. 65· ἀξ. τηλικούτου πράγματος, ἀξιόπιστος ἐν…, Δημ. 101. 28, πρβλ. 381. 22. ― Σπάν. παρὰ ποιηταῖς, ὡς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― ὁ Ἀμμώνιος ἐν τῷ π. Διαφ. Λέξ. λέγει: «ἀξιόχρεως μέν ἐστιν ὁ ἐπιλῦσαί τι ἱκανός, ἀξιόπιστος δὲ ὁ πιστεύεσθαι ἄξιος».
Greek Monolingual
(Α ἀξιόχρεως, -ων κ. ιων. ἀξιόχρεος, -ον)
όποιος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, συνεπής, αξιόπιστος
αρχ.
1. αξιόλογος, σημαντικός («ἀξιόχρεως πόλις, Θουκυδ.)
2. ο ικανός, αυτός που μπορεί να κάνει κάτι («ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ο θεός... μίασμα λῡσαι;», Ευριπίδης)
3. «ἀξιόχρεα ἀπηγήσιος» (Ηρόδ.)
άξια αφήγησης, αυτά που αξίζει να τα διηγηθεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + -χρεως < αττ. χρέως ή -χρεος < ιων. χρέος.
Greek Monotonic
ἀξιόχρεως: -εων, γεν. -ω· Ιων. ἀξιόχρεος, -ον, ουδ. πληθ. ἀξιόχρεα· (χρέος)· άξιος για κάτι, και ομοίως·
I. 1. απόλ. όπως το ἀξιόλογος, αξιομνημόνευτος, σημαντικός, αξιόλογος, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. εξυπηρετικός, επαρκής, αρκετός, αἰτίη, σε Ηρόδ.· ἀξ. ἐγγυηταί, αξιόπιστοι, βασικοί, αξιόχρεοι, σε Πλάτ.
II. με απαρ., ικανός, επαρκής να πράξει, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
III. με γεν. πράγμ., άξιος, αντάξιος, σε Ηρόδ., Δημ.
Middle Liddell
χρέος
worthy of a thing, and so,
I. absol., like ἀξιόλογος, note-worthy, considerable, notable, Hdt., Thuc.
2. serviceable, sufficient, αἰτίη Hdt.; ἀξ. ἐγγυηταί trustworthy, substantial, Plat.
II. c. inf. able, sufficient to do, Hdt., Eur., etc.
III. c. gen. rei, worthy, deserving of, Hdt., Dem.
English (Woodhouse)
competent to, qualified to, with sufficient power to
Translations
trustworthy
Arabic: ثِقَةٌ; Egyptian Arabic: امين; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: betrouwbaar; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: de confiance, digne de confiance, digne de foi, fiable; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: vertrauenswürdig, glaubwürdig; Greek: αξιόπιστος; Ancient Greek: ἀληθινός, ἀξιόπιστος, ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως, βέβαιος, δόκιμος, ἔμπιστος, εὔπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, κεδνός, πιστευτός, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: affidabile, attendibile, credibile, fidato; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរឱ្យទុកចិត្ត; Latin: fidus; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: confiável; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: надёжный, благонадёжный, достоверный, верный; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: fidedigno, fiable, de confianza, confiable, de fiar; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний