ἄϊρος

From LSJ
Revision as of 17:33, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500

Greek (Liddell-Scott)

ἄϊρος: [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. Ἶρος ἄϊρος, = Ἶρος δυστυχής, Ἶρος, λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. Δύσπαρις, Κακοΐλιος.

French (Bailly abrégé)

Ἶρος : infortuné Iros, litt. Iros qui n’est plus Iros.
Étymologie: ἀ, Ἶρος.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 miserable Iro Ἵρος Ἄϊρος Od.18.73
interpr. por los gram. como desgraciado, infortunado Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.Lex.α 185, cf. Eust.1837.62, ἄειρος· δυστυχής Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.
2 v. ἄειρος.

Greek Monotonic

ἄϊρος: [ῑ], ὁ, σε Ομήρ. Οδ. Σ. 73 Ἶρος ἄϊρος, Ίρος δυστυχής, Ίρος· — λογοπαίγνιο στο όνομα του Ίρου, όπως το δῶρα ἄδωρα.