Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
ἰδησῶ: Δωρ. μέλλ. τοῦ εἶδον, θὰ ἴδω, Θεόκρ. 3. 37.
ἰδησῶ: Δωρ. μέλ. του εἶδον, θα δω, σε Θεόκρ.
ἰδησῶ: дор. Theocr. fut. к *εἴδω.