φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
κορύθιον: ῠ, τό, ὑποκορ. τοῦ κόρυς, Γλωσσ.
κορύθιον, τὸ (Α)μικρή περικεφαλαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον].