σιτόχρους
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. σιτόχροος, -οον, Α
αυτός που έχει το χρώμα του ώριμου σίτου, σιταρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -χρους / -χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρό-χρους].
-ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. σιτόχροος, -οον, Α
αυτός που έχει το χρώμα του ώριμου σίτου, σιταρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -χρους / -χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρό-χρους].