χρώς
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ὁ, gen. χρωτός, dat. χρωτί, acc. χρῶτα (Att. χρώ only in Choerob.in Theod.1.248H.): Ep. and Ion.gen. χροός, dat. χροΐ, acc. χρόα (also in Lesbian, Sapph.Supp.10.6, al.), as always in Hom.and Hes., exc. gen. χρωτός in Il.10.575, acc.
A χρῶτα Od.18.172, 179, Hes. Op.556; Emp. uses χρωτός, 76.3 (but χροΐ 100.17); Pi. uses χρωτί, χρῶτα, P.1.55, I.4(3).23(41); these forms are freq. in Trag., but Ion. dat. χροΐ occurs in S.Tr.605, and χροός, χροΐ, χρόα are freq. in E., Hec. 548, Med.1175, Ph.264, al.:—dat. χρῷ occurs in the phrase ἐν χρῷ v. infr.1.2 and in Sapph.2.10.—rare in Com.and Att. Prose.
I of the human body, skin or flesh, οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος Il.4.510; καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς χρώς 21.568; χρῶτ' ἀπονιψαμένη Od.18.172; ἀκρότατον δ' ἄρ' ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα Il.4.139; ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ 13.501; λιλαιοένη χροὸς ἆσαι, of a spear, 21.168; κακὰ χροΐ εἵματ' ἔχοντα Od.14.506; χρῷ πῦρ ὐπαδεδρόμακεν Sapph.2.10; μύροις χρῶτα λιπαίνων Anaxil.18.1 (anap.): esp. flesh, opp. bone, φθινύθει δ' ἀμφ' ὀστεόφι χρώς Od.16.145; οὐδέ τί οἱ χρὼς σήπεται Il.24.414, cf. 19.33 (which usage is said by Gal. to have been Ionic, 18(2).435, with reference to Hp.Fract.9); τὸ δέρμα τοῦ χρωτός LXX Le.13.11, etc.; τοῦ χρωτὸς ἥδιστον ἀπέπνει Aristox.Fr.Hist.84: generally, one's body, frame, Pi.P.1.55, A.Fr.192.6 (anap.); χριμφθῆναι χροΐ Id.Supp.790 (lyr.); στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ.. πέπλους E. Ba.821, cf. S.Tr.605: pl., διὰ τί.. οἱ χρῶτες ὄζουσι; Arist.Pr.877b21; also κατεδήσαντο.. τοὺς ὑγιεῖς χρῶτας, ὡς τραυματίαι D.H.9.50.
2 ἐν χροΐ, or ἐν χρῷ, close to the skin, ἐν χροΐ κείρειν to shave close, Hdt.4.175; ἐν χρῷ κεκαρμένοι X.HG1.7.8; ἐν χρῷ κουριῶντας Pherecr. 30:—metaph., to the quick, ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο S.Aj.786; ἐν χρῷ παραπλεῖν sail past so as to shave or graze, Th.2.84; τὴν μάχην συνάψαι ἐν χρῷ to fight at close quarters, Plu.Thes.27; ἡ ἐν χρῷ συνουσία close acquaintance, Luc.Ind.3: c. gen., ἐν χρῷ τινος close to, hard by a person or thing, τοῦ θώρακος (v.l. σώματος) Plu.2.345a; τῆς γῆς ib. 925b, Luc.Herm.5: abs., ἐν χρῷ near at hand, Id.Hist.Conscr.24, al.; cf. EM313.53, Hsch.
II the colour of the skin, complexion, μελαίνετο δὲ χρόα καλόν Il.5.354; τρέπεται χ. his colour changes, i.e. he turns pale, 13.279, cf. 17.733; ὠχρήσαντα χρόα Od.11.529; χρόα.. ἀμείβειν Parm.8.41; μεθίστη χρωτὸς.. φύσιν E. Alc.174; μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός Ion Trag.36; τί χρὼς τέτραπται; (paratrag.) Ar.Lys.127; φεῦγε δ' ἀπὸ χρώς Theocr.23.13; rare in Att. Prose, ἐπὶ τῷ χρωτὶ μέγα φρονεῖν X.Smp.4.54, cf. Oec.10.5: in Ion. Prose, of the colour of a finger, χροΐ δῆλα Pherecyd.Syr. ap.D.L.1.118 (v.l. χρωΐ, cf. Vorsokr.5i.44).
2 generally, colour, ἀμείβων χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ A.Pers.317; τὸν χρῶτα [μεταβάλλει] ὁ χαμαιλέων Arist.Mir.832b14; χρὼς αἵματος Orph.L.660.
German (Pape)
[Seite 1383] ὁ, gen. χρωτός, ep. u. ion. χροός, χροΐ, χρόα; so immer Hom., der nur einmal χρωτός, Il. 10, 575, u. χρῶτα Od. 18, 172. 179 hat, wie Hes. O. 558; der att. dat. χρῷ kommt nur in der einen Verbindung ἐν χρῷ vor, s. unten; den accus. χρῶ hat Sapph. 2, 10; vgl. χρόα, χροιά, χρῶμα; – die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, dah. die Haut, auch der Leib selbst; οὔ σφι λίθος χρώς, οὐδὲ σίδηρος Il. 4, 510; καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς χρώς 21, 563; τῶν δὲ τράπετο χρώς, die Haut wandte, änderte, entfärbte sich, 17, 733, vgl. 13, 279; aber αἰεὶ τῷδ' ἔσται χρὼς ἔμπεδος, 19, 33, von dem todten Patroklus, dessen Leib Thetis gegen Verwesung zu sichern verspricht; vgl. οὐδέ τί οἱ χρὼς σήπεται 24, 414; φθινύθει δ' ἀμφ' ὀστεόφι χρώς Od. 16, 145; χρῶτ' ἀπονιψαμένη 18, 172; παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκεσ' ὄλεθρον Il. 15, 534; ἐγχείη ἱεμένη χροὸς ἄμεναι, ἆσαι, 21, 70. 168; ἀκρότατον δ' ἄρ' ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα 4, 139; ἵεντ' ἀλλήλων ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ 13, 501, u. öfter so von Verwundungen; häufig auch περὶ χροῒ ἕννυσθαι, δύνειν, um die Haut od. den Leib anziehen, κακὰ χροῒ εἵματ' ἔχοντα Od. 14, 506; auch im Gegensatz der Knochen, die Haut und das darunterliegende Fleisch, Od. 16, 145, s. oben; u. so bes. bei den Ioniern, Hippocr. – Χρῶτα λάμπει Pind. I. 3, 41, χροῒ θερμῷ N. 8, 28. – Haut und deren Farbe, Aesch. ἀμείβων χρῶτα πορφυρέᾳ βαφῇ Pers. 309; ὅπως μηδεὶς κείνου πάροιθεν ἀμφιδύσεται χροΐ Soph. Trach. 602; ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί 764; ἵνα διασπάσωμαι καὶ καθαιμάξω χρόα Eur. Hec. 1126; ῥῖπτε ἀπὸ χροὸς ἱεροὺς στολμούς Troad. 257, und öfter; στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ πέπλους Bacch. 819, u. auch in dieser Form öfter; τί χρὼς τέτραπται Ar. Lys. 127; den plur. χρῶτας hat D. Hal. – Sprichwörtlich ἐν χρῷ, dicht an der Haut, wie κείρειν od. ξυρεῖν ἐν χροΐ, Her. 4, 175, das Haar dicht an der Haut kahl scheeren, Xen. Hell. 1, 7,8; ξυρεῖ ἐν χρῷ, es brennt auf der Haut, thut sehr weh, Soph. Ai. 773; ἐν χρῷ παραπλέοντες, ganz in der Nähe, Thuc. 2, 84; ἐν χρῷ μάχεσθαι, Mann an Mann kämpfen, ἐν χρῷ συνάπτειν μάχην Plut. Thes. 27; übh. ἐν χρῷ τινος, in der unmittelbaren Nähe wovon, dicht dabei, hart daran, vgl. C. F. Herm. Luc. de conscr. hist. 24 p. 158; Jac. Ach. Tat. p. 675; ἡ ἐν χρῷ συνουσία, vertrauter Umgang, enge Bekanntschaft, Luc. adv. ind. 3, u. in ähnlichen Vrbdgn öfters bei Sp. – Die Farbe der Haut od. des Leibes, wie das hom. χρὼς τρέπεται, die Gesichtsfarbe ändert sich, von Solchen, die plötzlich blaß werden, Il. 13, 279. 284. 17, 733 Od. 11, 529. 21, 413; – übh. die Farbe.
French (Bailly abrégé)
χρωτός (ὁ) :
I. surface du corps humain, d'où
1 peau : ἐν χρῷ ou ἐν χροῒ κείρεσθαι HDT être tondu au ras de la tête;
2 p. ext. tout près de : ἐν χρῷ παραπλεῖν THC naviguer tout près du rivage;
3 surface du corps recouvert d'un vêtement, d'une cuirasse : ἐν χρῷ τοῦ θώρακος PLUT sur la surface de la cuirasse;
II. p. ext.
1 chair;
2 corps, particul. les parties charnues du corps : τήκετο χρώς OD son corps s'épuisait par l'effet du chagrin;
III. couleur, p. suite :
1 couleur du corps, carnation, teint : χρὼς τρέπεται IL, OD sa couleur change, il change de couleur;
2 p. ext. couleur en gén.
Étymologie: p. *χροῦς de χραύω, de la R. ΧραϜ, Χρα, toucher ; cf. χρόα.
Russian (Dvoretsky)
χρώς: χρωτός ὁ (gen. тж. χροός, dat. χρωτί, χροΐ и χρῷ, acc. χρῶτα, χρόα - эол. χρῶ)
1 досл. поверхность тела, кожа, перен. тело (ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα, χρῶτ᾽ ἀπονιψαμένη Hom.): κακὰ χροῒ εἵματ᾽ ἔχειν Hom. быть плохо одетым; χριμφθῆναι χροΐ Aesch. испытать (чье-л.) прикосновение, т. е. подвергнуться (чьему-л.) насилию; κείρειν ἐν χροΐ Her. стричь до кожи, т. е. низко обстригать; ἐν χρῷ κεκαρμένος Xen. коротко остриженный; ξυρεῖν ἐν χρῷ Soph. больно задевать, брать за живое; ἐν χρῷ τῆς γῆς Plut., Luc.; вплотную к земле, у самой земли; ἐν χρῷ παραπλεῖν Thuc. проплывать в непосредственной близости; ἐν χρῷ συνάπτειν μάχην Plut. сходиться для ближнего боя, вступать в рукопашный бой; ἡ ἐν χρῷ συνουσία Luc. тесное знакомство;
2 цвет кожи или лица: τῶν δὲ τράπετο χ. Hom. они переменились в лице, т. е. побледнели; χρωτὸς εὐειδὴς φύσις Eur. красивый цвет лица, цветущий вид; φεῦγε δ᾽ ἄπο χ. Theocr. краска исчезла, т. е. лицо побледнело; ἐπὶ τῷ χρωτὶ μέγα φρονεῖν Xen. гордиться своей наружностью; ἀμείβειν χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ Aesch. стать пурпурным.
Greek (Liddell-Scott)
χρώς: ὁ, γεν. χρωτός, αἰτ. χρῶτα· Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. γεν. χροός, δοτ. χροΐ, αἰτ. χρόα, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., πλὴν τῆς γεν. χρωτὸς ἐν Ἰλ. Κ. 575, αἰτ. χρῶτα Ὀδ. Σ. 172, 179, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 554· ὁ Πίνδ. ἔχει χρωτί, χρῶτα, Π. 1. 107, Ι. 4(3). 40. οἱ τύποι οὗτοι εἶναι ὡσαύτως συχνοὶ παρὰ τοῖς Τραγ., ἀλλ’ ἡ Ἰων. δοτ. χροῒ ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. Τραχ. 609, καὶ οἱ τύποι χροός, χροΐ, χρόα, εἶναι συχνοὶ παρ’ Εὐρ.· - ὁ Ἀττ. τύπος τῆς δοτ. χρῷ ἀπαντᾷ ἐν τῇ φράσει ἐν χρῷ, ἴδε κατωτ. Ι. 2, ἡ δὲ Σαπφὼ 2. 10 ἔχει συνῃρ. αἰτ. χρῶ (ἀνθ’ ἧς ὁ Ahrens προτιμᾷ τὴν γραφὴν χρῶν). Ἡ λέξις εἶναι λίαν σπανία παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ., ἴδε κατωτ., Κυρίως, ὡς τὸ χρόα (χροιά), χρῶμα, σημαίνει τὴν ἐπιφάνειαν παντὸς σώματος, μάλιστα τοῦ ἀνθρωπίνου, δέρμα, ἐπιδερμίς, οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος Ἰλ. Δ. 510· καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς χρὼς Φ. 568· χρῶτ’ ἀπονιψαμένη Ὀδύσ. Σ. 171 ἀκρότατον δ’ ἄρ’ ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα Ἰλ. Δ. 139 ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ Ν. 501· ἐγχείη ... λιλαιομένη χροὸς ἆσαι Φ. 168· κακὰ χροῒ εἵματ’ ἔχοντα Ὀδ. Ξ. 506· μύροις ... χρῶτα λιπαίνειν Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1· μάλιστα σημαίνει τὴν σάρκα, φθινύθει δ’ ἄμφ’ ὀστεόφι χρώς Ὀδ. Π. 145· οὐδὲ τί οἱ χρὼς σήπεται Ἰλ. Ω. 414, πρβλ. Τ. 33 (ἥτις χρῆσις λέγεται παρὰ Γαληνῷ ὡς ἰδιάζουσα εἰς τοὺς Ἴωνας συγγραφεῖς, πρβλ. Foës. Oec. Hipp.)· τὸ δέρμα τοῦ χρωτὸς Ἑβδ. (Λευ. ΙΓ΄, 11, κτλ.)· - καθόλου, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀργανισμὸς αὐτοῦ, Πινδ. Π. 1.107, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192.6· χριμφθῆναι χροῒ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 790· στεῖλαι νῦν ἀμφὶ χρωτὶ ... πέπλους Εὐρ. Βάκχ. 821, πρβλ. Σοφ. Τραχ. 605· - ὁ πληθ. χρῶτες ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστ. Προβλ. 4.12, 1, διὰ τί ... οἱ χρ. ὄζουσι; ὡσαύτως, κατεδήσαντο ... τοὺς ὑγιεῖς χρῶτας, ὡς τραυματίαι Διονύσ. Ἁλ. 9.50. 2) ἐν χροΐ, Ἀττ. ἐν χρῷ, πλησιέστατο πρὸς τὸ δέρμα, ἐν χροῒ κείρω, κουρεύω μέχρι τοῦ δέρματος, Ἡρόδ. 4.175· ἐν χρῷ κεκαρμένος Ξεν. Ἑλλ. 1.7, 8· ἐν χρῷ κουριῶντας Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 69· - μεταφορ., ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο, ἐγγίζει πολύ, Σοφ. Αἴας 786· ἐν χρῷ παραπλέειν, παραπλέειν πλησιέστατο μέχρι ψαύσεως, πρβλ. Λατ. radere, Θουκ. 2.84· ἐν χρῷ συνάπτειν μάχην, συνάπτειν μάχην ἐκ τοῦ συστάδην, Πλουτ. Θησ. 27· ἡ ἐν χρῷ συνουσία, στενὴ γνωριμία ἢ σχέσις, (intus et in cute novi, Pers. Sat. 3. 30), Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 3· - ὡσαύτως μετὰ γενικ., ἐν χρῷ τινος, πλησίον, πλησιέστατα πρός τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, τοῦ θώρακος Πλούτ. 2.345Α· τῆς γῆς Λουκιαν. Ἑρμότ. 5· - ἀπολ., ἐν χρῷ (ὡσαύτως γράφεται καὶ ὑφ’ ἓν ἐγχρῷ ἢ ἐγχρῶ), ἐγγύς, πλησίον Πλούτ. 2.925C, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 24, κ. ἀλλ.· ἴδε Ἐτυμ. Μέγ. 313.53, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐγκυτί. ΙΙ. τὸ χρῶμα τῆς ἐπιδερμίδος, ἡ χροιά, χρὼς τρέπεται, τὸ χρῶμά του μεταβάλλεται, γίνεται ὠχρός, Ἰλ. Ν. 297., Ρ. 733, Ὀδ. Λ. 529· μελαίνετο δὲ χρόα καλὸν Ἰλ. Ε. 354· μεθίστη χρωτὸς ... φύσιν Εὐρ. Ἄλκ. 174· πρβλ. Ἴωνα παρ’ Ἀθην. 318Ε· τί χρὼς τέτραπται; (παρῳδία τραγικοῦ), Ἀριστοφ. Λυσ. 127· φεῦγε δ’ ἄπο χρὼς Θεόκρ. 23.13· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἐπὶ τῷ χρωτὶ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 4, 54, πρβλ. Οἰκ. 10, 5· ἀλλὰ σύνηθες παρὰ μεταγεν., οἷον παρὰ Πλουτ. 2) καθόλου, χρῶμα, ἀμείβων χρῶτα προφυρέᾳ βαφῇ Αἰσχύλ. Πέρσ. 317· τὸν χρῶτα μεταβάλλει ὁ χαμαιλέων Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 30· χρὼς αἵματος Ὀρφ. Λιθ. 654. 3) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ὕφους συγγραφέως, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6.14. (Ὡςτὸ χρόα, χροιά, ἐκ τοῦ χράω Α, χραύω, ὃ ἴδε· - ἐντεῦθεν τὰ χρώζω, χρωτίζω).
English (Autenrieth)
χρωτός and χροός, dat. χροΐ, acc. χρῶτα and χρόα: properly surface, especially of the body, skin, body with reference to the skin; then color, complexion, τρέπεται, ‘changes,’ of turning pale with fear, Il. 13.279, Od. 21.412.
English (Slater)
χρώς (χρωτί, χροί, χρῶτα.)
a colour (of the body) “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων” (i. e. the sea anemone, that matches its colour to the rocks) fr. 43. 2.
b body ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων (sc. Φιλοκτήτας) (P. 1.55) ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν (N. 8.28) met., ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει (sc. φάμα παλαιά) (I. 4.23)
English (Strong)
probably akin to the base of χράομαι through the idea of handling; the body (properly, its surface or skin): body.
English (Thayer)
genitive χρωτός, ὁ (cf. χροιά, the skin (cf. Curtius, § 201)), from Homer down (who (generally) uses the genitive χρώς etc. (cf. Ebeling, Lex. Homer, or Liddell and Scott, under the word)), the surface of the body, the skin: Sept. for בָּשָׂר, twice for עור, Alex..
Greek Monolingual
γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» — με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα
μσν.-αρχ.
1. το σώμα του ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῖρε χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν.
β. «αἰεὶ τῷ γ' ἔσται χρὼς ἔμπεδος», Ομ. Ιλ.)
2. α) χροιά της επιδερμίδας
β) (γενικά) χρώμα («χρὼς αἵματος», Ορφ. Λιθ.)
3. μτφ. ο χρωματισμός, η ιδιαιτερότητα του ύφους («τὸν αὐτὸν χρῶτα εὑρίσκεσθαι... ταύτης τε τῆς ἐπιστολῆς καὶ τῶν πράξεων», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
1. η επιδερμίδα, το δέρμα (α. «ἀκρότατον δ' ἄρ' ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα», Ομ. Ιλ.
β. «τοῦ χρωτὸς ἥδιστον ἀπέπνει καὶ τὸ στόμα κατεῖχε εὐωδία καὶ τὴν σάρκα πᾶσαν», Πλούτ.)
2. ο ιστός κάτω από το δέρμα («φθινύθει δ' ἀμφ' ὀστεόσι χρώς», Ομ. Οδ.)
3. φρ. «ἐν χρῷ»
i) «πολύ κοντά, εγγύτατα (Θουκ.)
ii) (για συμπλοκή) εκ του συστάδην, σώμα με σώμα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., ο οποίος κατά την κλίση του, εκτός από τους τ. τους σχηματισμένους από το οδοντικόληκτο θ. χρωτ- (πρβλ. γεν. χρωτός, αιτ. χρῶτα κ.λπ.), που επικράτησε στην αττ., εμφανίζει και τ. ασυναίρετους (πρβλ. γεν. χροός, αιτ. χρόα, δοτ. χροΐ), οι οποίοι είναι αρχαιότεροι, ομηρικοί, και οι οποίοι προϋποθέτουν μια σιγματική μορφή θ., η οποία, με βάση τον συγγενή μυκηναϊκό τ. δυϊκού a-korowee «χωρίς κηλίδες», μπορεί να καθοριστεί σε χροFοσ-. Σύμφωνα με αυτά, οι τ. τών πλάγιων πτώσεων χροός, χρόα, χροΐ, το παρ. χροιή / χροιά και η μορφή του β' συνθετικού -χροος (και με συναίρεση -χρους) έχουν προέλθει από το θ. χροFοσ- με τις ανάλογες καταλ. (πρβλ. χρόα < χροFοσ-α, χροός και -χροος < χροFοσ-ος, χροιή < χροFοσ-ια), με σίγηση τών ενδοφωνηεντικών -F- και -σ- και στη συνέχεια υφαίρεση, λ.χ. χροFοσ-α > χρο-ο-α > χρόα (πρβλ. κλέα < κλεεα < κλεFεσ-α). Η ονομ. χρώς, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να έχει προέλθει από τ. χροFώς (με εκτεταμένο το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. αἰδώς < θ. αιδοσ-), με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση. Παρλλ. απαντούν και μορφές θ. χρωσ- (το -σ- είναι πιθ. αναλογικό) σε τ. του ρ. χρώννυμι, -ύω, χρω-, στους τ. χρῶ-σις και χρῶ-μα και χρωτ- (από την κλίση της λ. χρώς κατά τα οδοντικόληκτα), πρβλ. χρωτίζω, χρωτίδιον. Σε ό,τι αφορά την ετυμολ., η λ. θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τον επίσης δυσερμήνευτο τ. χραύω «αγγίζω ελαφρά», του οποίου η ρίζα ghreu- θα μπορούσε να ερμηνεύσει το θ. χροF-οσ- (βλ. λ. χραύω), σύνδεση, όμως, που δεν φωτίζει περισσότερο την ετυμολόγηση του τ. Η λ. χρώς απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λ. με τις μορφές -χροος/-χρους (πρβλ. λευκό-χροος, πυρό-χρους) και -χρως (πρβλ. ξανθόχρως), ενώ απαντούν και ορισμένοι μεμονωμένοι τ., όπως ουδ. ἐϋ-χροές (όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο σιγμόληκτο θ. χροFεσ- / χροFοσ- και αντιστοιχεί με το μυκηναϊκό -korowee), μελαγ-χροιής (η μορφή του β' συνθετικού για μετρικούς λόγους), μελαγ-χρής (κατ' επίδραση τών σύνθ. σε -αιδής (< αἰδώς). Αρχική σημ., τέλος, της λ. χρώς είναι «επιδερμίδα, δέρμα, σάρκα», από όπου η σημ. «χρώμα του δέρματος, χροιά της επιδερμίδας» και κατ' επέκτ. η χρησιμοποίηση της λ. και ιδιαίτερα τών παραγώγων της για δήλωση της γενικής σημ. «χρώμα» (πρβλ. την σημ. τών λ. χρώμα, χρώση, χροιά, χρώννυμι, χρωτίζω και τών σύνθ. σε -χροος / -χροῦς)].
Greek Monotonic
χρώς: ὁ, γεν. χρωτός, δοτ. χρωτί (Αττ. επίσης χρῷ), αιτ. χρῶτα· Ιων. γεν. χροός, δοτ. χροΐ, αιτ. χρόα·
I. 1. επιφάνεια κάθε σώματος, επιδερμίδα, δέρμα ανθρώπου, σε Όμηρ.· επίσης, σάρκα, αντίθ. προς τα ὀστά, στον ίδ.· γενικά, σώμα, σάρκα, σε Πίνδ., Τραγ.
2. ἐν χροΐ, Αττ. ἐν χρῷ, κοντά στο δέρμα, ἐν χροΐ κείρειν, κουρεύω μέχρι το δέρμα, σε Ηρόδ.· ἐν χρῷ κεκαρμένος, σε Ξεν.· μεταφ., ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο, πλησιάζει πολύ, σε Σοφ.· ἐν χρῷ παραπλέειν, τόσο κοντά έπλεεε ώστε να ξυρίσει ή να αγγίξει ελαφρώς, Λατ. radere, σε Θουκ.· απόλ., ἐν χρῷ (επίσης και ἐγχρῷ ή ἐγχρῶ), δίπλα στο χέρι, εγγύς, πλησίον, σε Λουκ.
II. 1. το χρώμα του δέρματος, σε Όμηρ., Ευρ.
2. γενικά, χρώμα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[χράω1]
I. like χρόα (χροιά), the surface of the body, the skin, Hom.: also the flesh, opp. to the bone, Hom.:—generally, the body, frame, Pind., Trag.
2. ἐν χροΐ, Attic ἐν χρῷ, close to the skin, ἐν χροΐ κείρειν to shave close, Hdt.; ἐν χρῷ κεκαρμένος Xen.:—metaph., ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο it touches one nearly, comes home, Soph.; ἐν χρῷ παραπλέειν to sail past so as to shave or graze, Lat. radere, Thuc.:—absol., ἐν χρῷ (also written ἐγχρῷ or ἐγχρῶ), near at hand, hard by, Luc.
II. the colour of the skin, complexion, Hom., Eur.
2. generally, colour, Aesch.
Chinese
原文音譯:crèj 赫羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:皮膚
字義溯源:身體^(的表面),皮膚,身上;或源自(χράομαι)=對待*,供應)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 身上(1) 徒19:12
Mantoulidis Etymological
χρωτός, ὁ (=ἐπιδερμίδα, δέρμα, τό χρῶμα τῆς ἐπιδερμίδας). Ἀπό τό χραύω (=ξύνω). Συγγενεύει μέ τό χροιά. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα χρώζω χρώννυμι.
Lexicon Thucydideum
cutis, in extremo, skin, surface, 2.84.1.