χωριαμός

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

German (Pape)

[Seite 1388] ὁ, = φωριαμός, Hesych., zw.

Greek (Liddell-Scott)

χωριαμός: ὁ, ἀμφίβ. ἀντὶ φωριαμός, παρ’ Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παθ. 155.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κίστη, κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. του φωριαμός «κιβώτιο, σεντούκι»].