μονοκέφαλος

Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A one-headed, σκόρδον Dsc.2.152; σφῦρα Hsch. s.v. ῥαιστήρ.

German (Pape)

[Seite 203] einköpfig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκέφᾰλος: -ον, ὁ μίαν μόνον κεφαλὴν ἔχων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μονοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- -κέφαλος (< κεφαλή) (πρβλ. πολυ-κέφαλος)].