συναρμόττω

Revision as of 19:36, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Att. for συναρμόζω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1004] att. statt συναρμόζω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμόττω: Ἀττικ. ἀντὶ συναρμόζω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.

Greek Monotonic

συναρμόττω: Αττ. αντί συναρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

συναρμόττω: атт. = συναρμόζω.