Att. for συναρμόζω (q.v.).
[Seite 1004] att. statt συναρμόζω, w. m. s.
συναρμόττω: Ἀττικ. ἀντὶ συναρμόζω.
Α(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.
συναρμόττω: Αττ. αντί συναρμόζω.
συναρμόττω: атт. = συναρμόζω.