συναρμόττω
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Full diacritics: συναρμόττω | Medium diacritics: συναρμόττω | Low diacritics: συναρμόττω | Capitals: ΣΥΝΑΡΜΟΤΤΩ |
Transliteration A: synarmóttō | Transliteration B: synarmottō | Transliteration C: synarmotto | Beta Code: sunarmo/ttw |
[Seite 1004] att. statt συναρμόζω, w. m. s.
συναρμόττω: атт. = συναρμόζω.
συναρμόττω: Ἀττικ. ἀντὶ συναρμόζω.
Α
(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.
συναρμόττω: Αττ. αντί συναρμόζω.