τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
οἰάω (Ι) [[[οίος]] (Ι)](κατά τον Ησύχ.) «οἶός εἰμί, μονάζω».