ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ὀξυθυμῶ, -έω (Α) οξύθυμος1. είμαι οξύθυμος, οργίζομαι εύκολα2. παθ. ὀξυθυμοῡμαι, -έομαικυριεύομαι από σφοδρή οργή, εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ, χολώνομαι.