θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sesenumen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemalsbei
Menander, Monostichoi, 252
Greek Monolingual
θρονοῡμαι, -όομαι (Α) θρόνος εγκαθίοταμαι στον θρόνο, ενθρονίζομαι.