Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ὀρθοεπῶ, -έω (Α)
μιλώ ή προφέρω σωστά («τὸ μὴ πᾱσι φθόγγοις ὀρθοεπεῑν», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -επῶ (< -επής < ἔπος), πρβλ. καλλι-επώ].