προφέρω
Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds
English (LSJ)
Ep. and Ion. impf. προφέρεσκον, Q.S.4.275, IG14.1747.6 (Rome): fut. προοίσω: aor. 1 προήνεγκα: aor. 2
A προήνεγκον Th.5.17: Hom.only pres.; 3sg.pres.subj. προφέρῃσι Il.9.323:—bring before or bring to one, present, ὡς ὄρνις . . νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακα Il. l.c.; νέκυν Ἀχιλλῆϊ 17.121; μάντεις σφάγια προὔφερον Th.6.69; προενέγκας τὴν ἐπιστολήν BGU1141.11 (i B.C.), cf. PTeb.291.43 (ii A.D.), etc.
2 of words, σφιν ὀνείδεα π. cast reproaches in their teeth, Il.2.251; προφέρω τινί throw in one's teeth, bring forward, allege, especially in the way of reproach or objection, μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης 3.64, cf. Hdt.1.3, 8.61, 125, Isoc.4.100; προφέρω τοὔνομα τοῦθ' ὡς ὄνειδος D.21.190; δικαιώσεις ἀλλήλοις Th.5.17: abs., reproach (followed by words quoted), Hdt.3.120:—also in Med., τὴν ἐν Δωδώνῃ ἀσέβειαν Plb.5.11.2; εἶναι βασιλικὴν γῆν PTeb.81.17 (ii B.C.), cf. PAmh.2.30.7 (ii B.C.), etc.
3 utter, μῦθον E.Med.189 (anap.):—Med., ζῷα ἀνθρωπίνας π. φωνάς S.E. P.1.73, cf. 15, Jul.Or.7.218c.
b π. Αἴγιναν πάτραν proclaim it as their country, Pi.I.5(4).43; προφέρω εἰς μέσον or προφέρω εἰς τὸ μέσον publish, Pl.Lg. 812c, 936a:—Med., ὁπόσσω κα προφέρηται for whatever sum [the priest] lays down, Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene).
4 bring forward, cite, μὴ π. τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν Th.3.64, cf. 5.26 (Pass.), Pl. Sph.259d; προφέρων Ἄρτεμιν putting forward her authority, A.Ag. 201 (lyr.); π. τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν citing by way of example, Arist.EN1173b21, cf. Pol.1288a20:—also in Med., Pl.Phlb.57a, X. Oec.14.6; ἀναμνήσεως χάριν π. Plb.4.66.10; αὐτοῦ -ομένου τὴν περὶ τὸ σῶμα γεγενημένην ἀσθένειαν pleading .., OGI244.10 (Daphne, ii B.C.); cite, Plu.Lyc.21; recite, ποιήματα D.S.14.109, cf. 16.92; ἀριθμοὺς τῶν ἀρχαίων ποιητᾶν SIG703.7, cf. 660.3 (Delph., ii B.C.).
5 of an oracle, propose as a task, τοῖσι Θηραίοισι προέφερε ἡ Πυθίη τὴν ἐς Λιβύην ἀποικίην Hdt.4.151; ἡ Πυθίη προφέρει σφι, τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῦν Id.5.63:—Pass., δόμοισι προὐνεχθέντος ἐν χρηστηρίοις (gen. abs.) it having been commanded to do so, A.Ag.964.
II bring forward, display, π. κρατερὸν μένος Il.10.479; σπουδήν LXX Si.Prol.22; ἔριδα π. show, i.e. engage in, rivalry, Od.6.92; ἀντιώσεσθαι πόλεμον προφέρων Hdt.7.9.γ:—Med., ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρεσθαι challenge one's host to rivalry, Od.8.210, cf. Il.3.7.
2 bring out, ἐντεῦθεν ὥσπερ ἐκ ταμιείου π. Isoc.1.44; ἤνοιξα τὸν τόπον τῶν οἰναρίων καὶ προενήνεχα (sic) οἴνου κεράμια νά POxy.1288.12 (iv A.D.); ἠξίωσαν προενεχθῆναι αὐτὸν ἀπὸ τοῦ δεσμωτηρίου that he should be produced .., BGU 1024 vii 4 (iv A.D.).
III carry off, sweep away, of a storm, Il.6.346, Od.20.64; of death, π. σώματα τέκνων E.Med.1111 (anap.).
IV put or move forward, πόδα Id.Tr.1332 (lyr.); carry forward, pass on, σκυταλίδα Aen.Tact.22.27: hence, promote, further, ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῦ, π. δὲ καὶ ἔργου furthers one on the road and in the work, Hes.Op.579: without gen., AP9.344 (Leon. Alex.); μέγα π. εἴς τι conduce, help towards gaining an object, Th.1.93; μεγάλη τύχη πρὸς πάντα π. D.C.78.38:—Pass., move forward, προενεχθέντος τοῦ σώματος Arist.IA711a29.
2 intr., surpass, excel another, δόξας ἔργα πολὺ προφέρει Simon.161, cf. Theoc.12.5: c. dat. rei, εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀΐων (tree) wool surpassing sheep's wool in beauty and goodness, Hdt.3.106; πλούτῳ καὶ εἴδεϊ προφέρων Ἀθηναίων Id.6.127; ἡ Νάξος εὐδαιμονίῃ τῶν νήσων π. Id.5.28; π. εἰς εὐτυχίαν τινῶν E.Med.1092 (anap.): abs., ἐν πάντα νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ π. Pi.P.2.86; πλούτῳ καὶ ἐξουσία, εὐψυχία, Th.1.123, 2.89, cf. Q.S.4.275; ἔν τινι D.C.77.11.
V bring forth children, IG14.1747.6 (Rome).
VI carry before, λύχνον τινί D.C. 39.31:—Pass., τὸ ῥόπαλον προεφέρετο αὐτοῦ Id.72.17.
German (Pape)
[Seite 796] (s. φέρω), vorwärts tragen, fortführen; αἴθε μ' ἀναρπάξασα θύελλα οἴχοιτο προφέρουσα, Od. 20, 64, vgl. Il. 6, 346; – hervortragen, vor Einem hintragen, zubringen, darbringen, Hom., der nur praes. u. imperf. hat: ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακα, Il. 9, 323; αἴ κε νέκυν περ Ἀχιλλῆϊ προφέρωμεν, 17, 121; auch οὐκ ἄν σφιν ὀνείδεά τε προφέροις, Il. 2, 251, Schmähworte vorbringen gegen sie; daher μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης, wirf mir nicht die Gaben der Aphrodite vor, 3, 64; u. so übh. im Reden vorbringen, vortragen, erwähnen, Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν, Aegina bringt ihr Mund als ihr Vaterland vor, Pind. I. 4, 43; δόμοισι προὐνεχθέντος ἐν χρηστηρίοις, Aesch. Ag. 938, vgl. 194; τίν' αὐδὰν τάνδε προφέρεις νέαν, Eur. Suppl. 600; μῦθον, Med. 189, so von der Pythia. mit folgdm acc. c. inf., Her. 5, 63; bes. auch Einem Etwas, vorwerfen, vorrücken, τινί τι, 1, 3. 4, 151; vgl. ὅστις ἄνθρωπος ὢν ἀνθρώπῳ τύχην προφέρει, Dem. 18. 252, ἑκάστῳ τὰς ἰδίας συμφοράς, neben ὀνειδίζειν, 22, 62; u. med., Pol. 5, 11, 2; τἀναντία ἀεὶ προφέρειν ἐν τοῖς λόγοις, Plat. Soph. 259 d, auch im med., οὗ ἕνεκα ταῦτα προηνεγκάμεθα εἰς τὸ μέσον, Phil. 57 a; μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν, führt nicht an, Thuc. 3, 64, πολλὰς δικαιώσεις προενεγκόντων ἀλλήλοις, 5, 17; Xen. u. Folgende; auch = aussprechen, προφέρεται κατ' ὀξεῖαν τάσιν, Ath. II, 53 a; – hervortragen, sichtbar werden lassen, zeigen, μένος, Muth zeigen, beweisen, Il. 10, 479; ἔριδα, Wetteifer zeigen, einen Wettkampf anstellen, Od. 6, 92; u. eben so im, med., ὅστις ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρηται ἀέθλων, dem Wirthe einen Wettkampf entgegenbringen, antragen, sich mit ihm in einen Wettkampf einlassen, Od. 8, 210, vgl. Il. 3, 7; εἰς μέσον, Plat. Legg. XI, 936 a; u. med. erwähnen, vorbringen, ἀναμνήσεως χάριν προηνεγκάμεθα, Pol. 4, 66, 10; Sp. – Pass., γέλως προοῖσται, Luc. Paras. 2. – Vorwärts, weiterbringen, fördern, ὁδοῦ, ἔργου, beim Gehen, bei der Arbeit förderlich sein, gleichsam φέρειν πρόσω ὁδοῦ, ἔργου, Hes. O. 581; ἐν πάντα νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, Pind. P. 2, 86, er ist förderlich, wie Thuc. 1, 93, καὶ αὐτοὺς ναυτικοὺς γεγενημένους μέγα προφέρειν ἐς τὸ κτήσασθαι δύναμιν; pass. zunehmen, gedeihen, Sp., wie Plut. – Übertreffen, Vorzüge haben, τινός τινι, vor Einem in Etwas, εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀΐων, an Güte u. Schönheit Vorzüge habend vor der Schaafwolle, diese übertreffend, Her. 3, 106; πλούτῳ καὶ εἴδεϊ προφέρων Ἀθηναίων, an Reichtum u. Schönheit alle Athener übertreffend, 6, 127; εὐψυχίᾳ οὐδέν, Thuc. 2, 89; auch τινὸς εἴς τι, wie προφέρω σου εἰς εὐτυχίαν Eur. Med. 1088.
French (Bailly abrégé)
f. προοίσω, ao. προήνεγκα, ao.2 προήνεγκον, etc.
I. tr. porter en avant :
1 apporter, amener;
2 avancer : τινά, porter ou pousser qqn en avant ; particul. emporter dans un convoi funèbre, acc. ; fig. faire avancer, être profitable, avantageux : εἴς τι pour qch;
3 mettre au jour, produire : ἔριδα OD rivaliser d'ardeur ; fig. προσφέρειν μένος IL montrer du courage ; énoncer, proférer : ὀνείδεά τινι IL des reproches contre qqn ; annoncer, proclamer, publier, acc. ; rapporter, mentionner ; en parl. d'un oracle ordonner ; t. de gramm. prononcer;
4 en mauv. part objecter, reprocher : τί τινι faire un reproche à qqn;
II. intr. l'emporter sur : τινός τινι ou τινὸς εἴς τι sur qqn en qch;
Moy. προφέρομαι proposer : ξεινοδόκῳ ἔριδα OD un combat à un hôte.
Étymologie: πρό, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-φέρω, imperf. iter. προφέρεσκον; naar voren dragen met acc. naar voren brengen, aandragen; met acc. en dat..; ὡς ὄρνις... νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακα zoals een vogel voor zijn jongen hapjes aandraagt Il. 9.323; met acc. en prep. bep..; πρόφερε πόδα σὸν ἐπὶ πλάτας zet uw voet vooruit naar het schip Eur. Tr. 1332; alleen acc..; μάντεις τε σφάγια προύφερον zieners brachten offerdieren naar voren Thuc. 6.69.2; van woorden naar voren brengen, uiten:; ὀνείδεα π. beschimpen Il. 2.251; μῦθον π. een gesprek beginnen Eur. Med. 189; aanvoeren:; μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν kom nu niet aan met het indertijd gesloten verbond Thuc. 3.64.2; verwijten:; μή μοι δῶρ’ ἐρατὰ πρόφερε... Ἀφροδίτης verwijt mij niet de heerlijke gaven van Aphrodite Il. 3.64; opdracht geven (van orakel), met inf.:; π. τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῦν opdracht geven Athene te bevrijden Hdt. 5.63.1; εἰς (τὸ) μέσον π. in de openbaarheid brengen, verkondigen:. ἵνα... τὰ μὲν ἀποβάλλῃ, τὰ δὲ εἰς μέσον προφέρων ὕμνῃ opdat hij sommige (melodieën) verwerpt, en andere in het openbaar zingt Plat. Lg. 812c. voortdragen, verder dragen:; προφέρουσα... θύελλα εἰς ὄρος een windvlaag die mij voortdraagt naar het gebergte Il. 6.346; Θάνατος προφέρων σώματα τέκνων de dood die de lichamen van de kinderen wegbrengt naar de Hades Eur. Med. 1111; voorwaarts brengen; abs..; ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῦ, προφέρει δὲ καὶ ἔργου de dageraad brengt je op weg, brengt je aan het werk Hes. Op. 579; overdr. van nut zijn:. μέγα προφέρειν ἐς τὸ κτήσασθαι δύναμιν van groot nut zijn voor het verwerven van een machtspositie Thuc. 1.93.3. te voorschijn brengen, tonen:; π. μένος moed tonen Il. 10.479; ἔριδα π. wedijveren Od. 6.92; πόλεμον π. oorlog ontketenen Hdt. 7.9γ; ook med.. κακὴν ἔριδα προφέρονται zij leveren vreselijke strijd Il. 3.7; οὐδὲ ἐς φάος τὸν λόγον προήνεγκεν hij stelde zijn leer niet in een helder daglicht Luc. 48.10. met gen. uitsteken boven, overtreffen:. προφέρειν εἰς εὐτυχίαν τῶν γειναμένων degenen die wel kinderen hebben in geluk overtreffen Eur. Med. 1092; πλούτῳ καὶ εἴδεϊ προφέρων Ἀθηναίων in rijkdom en uiterlijk boven de Atheners uitstekend Hdt. 6.127.4.
Russian (Dvoretsky)
προφέρω: (fut. προοίσω, aor. 1 προήνεγκα, aor. 2 προήνεγκον; Hom. - только praes., impf. и 3 л. sing. conjct. προφέρῃσι)
1 приносить, подносить (μάστακα νεοσσοῖσι Hom.);
2 приводить (на заклание), приносить в жертву (σφάγια Thuc.);
3 выносить вперед, продвигать: πρόφερε πόδα σὸν ἐπὶ πλάτας Ἀχαιῶν Eur. ступай к ахейским кораблям; π. μὲν ὁδοῦ, π. δὲ καὶ ἔργου Hes. ускорять как путь, так и работу; προενεχθέντος τοῦ σώματος Arst. с продвижением тела вперед;
4 помогать, содействовать (π. ἐς τὸ κτήσασθαι δύναμιν Thuc.);
5 опережать, превосходить (τινός τινι Her., Thuc. и τινὸς εἴς τι Eur.);
6 тж. med. выставлять: π. εἰς (τὸ) μέσον τι Plat. публично выступать с чем-л.;
7 тж. med., перен. приводить, упоминать, ссылаться (μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν Thuc.): τὰ τοιαῦτα προοιστέον Arst. (в доказательство) вот что следует сказать; προφέρων Ἄρτεμιν Aesch. упоминая Артемиду, т. е. именем Артемиды; ἀναμνήσεως χάριν προφέρεσθαί τι Polyb. упоминать о чем-л. для освежения в памяти;
8 med. (о звуке) издавать (ἀνθρωπίνας φωνάς Sext.);
9 перен. бросать в лицо, швырять (ὀνείδεά τινι Hom.);
10 упрекать, попрекать (τινί τι Hom., Her., Aeschin., Dem., Plut.);
11 (об оракуле), возвещать, указывать, (τί τινι Her.): προὐνεχθέντος Aesch. по велению оракула;
12 объявлять (πόλεμόν τινι Her.): τινὶ ἔριδα προφέρεσθαι Hom. вызывать кого-л. на состязание;
13 обнаруживать, высказывать (μένος Hom.): ἔριδα προφέρουσαι Hom. соревнуясь одна с другой.
English (Autenrieth)
subj. προφέρῃσι, opt. -οις, imp. -ε, part. -ων, mid. pres. προφέρονται, subj. -ηται: bear forth or away, proffer, fig., ὀνείδεα τινί, Il. 2.251; ‘dis play,’ μένος, Il. 10.479; mid., ἔριδά τινι, ‘challenge,’ Od. 8.210; ‘begin’ combat, Il. 3.7.
English (Slater)
προφέρω
a come to the fore ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει (P. 2.86)
b proclaim τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν, διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.43)
English (Strong)
from πρό and φέρω; to bear forward, i.e. produce: bring forth.
English (Thayer)
(from Homer down); to bring forth: τί ἐκ τίνος, Luke 6:45.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και προφέρνω Ν
εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ.
γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.)
μσν.-αρχ.
φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῦ Θεοῦ... πάντα εἰς τὸν κόσμον προφέρειν», Μεθόδ.
β. «μέγα προφέρειν εἰς τὸ κτήσασθαι δύναμιν», Θουκ.)
αρχ.
1. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον, προσφέρω (α. «προενέγκας τὴν ἐπιστολήν», πάπ.
β. «ὡς ὄρνις... νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακα», Ομ. Ιλ.)
2. προβάλλω ή εκτοξεύω κατηγορίες εναντίον κάποιου (α. «προφέρειν σοι Μηδείης τὴν ἁρπαγήν», Ηρόδ.
β. «μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ.)
3. αναφέρω, μνημονεύω («μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν», Θουκ.)
4. προβάλλω την εξουσία κάποιου, αναφέρω ως επιχείρημα ή ως δικαιολογία (α. «προφέρειν τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν», Αριστοτ.
β. «προφέρων Ἄρτεμιν», Αισχύλ.)
5. (για μαντείο) αναθέτω σε κάποιον ως έργο («τὴν Πυθίην προφέρειν σφι τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῦν», Ηρόδ.)
6. παρουσιάζω, επιδεικνύω («ἄγε δὴ πρόφερε κρατερὸν μένος», Ομ. Ιλ.)
7. εξάγω, βγάζω από κάπου («ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ ἀγαθόν», ΚΔ)
8. αναρπάζω, αρπάζω κάτι και το μεταφέρω μακριά (α. «θάνατος προφέρων σώματα τέκνων», Ευρ.
β. «προφέρουσα κακὴ ἀνέμοιο θύελλα ἤ εἰς ὄρος ἤ εἰς κῡμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ.)
9. κινώ, φέρω προς τα εμπρός («πρόφερε πόδα σὸν ἐπὶ πλάτας Ἀχαιῶν», Ευρ.)
10. προάγω, βοηθώ («ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῦ, προφέρει δὲ καὶ ἔργου», Ησίοδ.)
11. υπερέχω, ξεπερνώ κάποιον άλλο ή όλους τους άλλους ή τα άλλα (α. «δόξας ἔργα πολὺ προφέρει», Σιμων.
β. «πλούτῳ καὶ ἐξουσίᾳ ὀλίγον προφέρετε», Θουκ.)
12. φέρνω, τοποθετώ κάτι μπροστά σε κάποιον («προφέρω λύχνον τινὶ», Δίων Κάσσ.)
13. γεννώ παιδιά
14. φρ. α) «προφέρω εἰς μέσον» ή «προφέρω εἰς τὸ μέσον» — δημοσιεύω, γνωστοποιώ
β) «προφέρω ποιήματα» — απαγγέλλω
γ) «προφέρω ἔριδα» — αμιλλώμαι, ανταγωνίζομαι
δ) «προφέρω πόλεμον» — πολεμώ.
Greek Monotonic
προφέρω: μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, αόρ. βʹ -ήνεγκον· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ενεστ. προφέρῃσι όπως αν προερχόταν από τύπο σε -μι·
I. 1. φέρω μπροστά σε κάποιον, φέρνω σε κάποιον, παρουσιάζω, προσφέρω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
2. λέγεται για λέξεις, προφέρω ὀνείδεά τινι, επιρρίπτω μομφές σε κάποιον, κακίζω, κατηγορώ, Λατ. objicere, μή μοι δῶρα πρόφερε Ἀφροδίτης, στο ίδ.
3. απλώς, προφέρω, λέω, αὐδάν, μῦθον, σε Ευρ.· πρ. Αἴγιναν πάτραν, διακηρύσσουν αυτή ως πατρίδα τους, σε Πίνδ.
4. φέρνω εμπρός, κάνω λόγω, μνημονεύω, σε Θουκ.· προφέρων Ἄρτεμιν, προβάλλω το αξίωμα αυτής, σε Αισχύλ.
5. λέγεται για μαντείο, προβάλλω ως έργο, σε Ηρόδ. — Παθ., προὐνεχθέντος τινί (γεν. απόλ.), εάν είχε διαταχθεί να ενεργήσει έτσι, σε Αισχύλ.
II. παρουσιάζω, επιδεικνύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔριδα προφέρω, αμιλλώμαι, ανταγωνίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμόν τινι προφέρω, κηρύσσω πόλεμο εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ. — Μέσ., ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρεσθαι, προκαλώ σε διαγωνισμό τον ξένο, σε Ομήρ. Οδ.
III. φέρνω μακριά, αρπάζω κάτι και το μεταφέρω, λέγεται για θύελλα, σε Όμηρ.
IV. 1. κινώ προς τα εμπρός, πόδα, σε Ευρ.· έπειτα, προάγω, ενισχύω, βοηθώ, ἠὼςπροφέρει ὁδοῦ, το ξημέρωμα βοηθάει στην πορεία κάποιου, σε Ησίοδ.· πρ. εἴς τι, συμβάλλω, συντελώ στην επίτευξη ενός αντικειμένου, σε Θουκ.
2. αμτβ., υπερέχω, υπερβαίνω κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προφέρω: Ἰων. παρατ. προφέρεσκεν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 686. 6· μέλλ. προοίσω· ἀόρ. α΄ προήνεγκα· ἀόρ. β΄ προήνεγκον Θουκ. 5. 17· παρ᾿ Ὁμήρ. μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ.· γ΄ ἑνικ. ὑποτακτ. ἐνεστ. προφέρῃσι, ὡς εἰ ἐκ τύπου εἰς μι, Ἰλ. Ι. 323. Φέρω ἐνώπιόν τινος, πρός τινα, προσφέρω, δίδω, ἐξάγω, ὡς ὄρνις... νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακα Ἰλ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· νέκυν Ἀχιλῆι Ρ. 121· οἱ μάντιες σφάγια προὔφερον Θουκ 6. 69· ἐντεῦθεν ὥσπερ ἐκ ταμιείου πρ. Ἰσοκρ. 11Ε. 2) ἐπὶ λέξεων, προφέρω ὀνείδεά τινι, ἐπιρρίπτω ὀνείδη, μομφὰς κατά τινος ἐπί τινι, κακίζω, ὀνειδίζω διά τι, Ἰλ. Β. 251· καὶ οὕτω, πρ. τινί, κατηγορῶ ἢ κατακρίνω τινὰ διά τι, λατιν. objicere, exprobrare, μὴ μοι δῶρ᾿ ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης Ἰλ. Γ. 64, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 3., 3. 120., 8. 61. 125. Ἰσοκρ. 61Ε· πρ. τοὔνομα τοῦτο ὡς ὄνειδος Δημ. 576. 13. 3) ἁπλῶς «προφέρω», λέγω (ἴδε προφορικός), αὐδάν, μῦθον Εὐρ. Ἱκέτ. 600, Μήδ. 189· πρ. Αἴγιναν πάτραν, διακηρύττω αὐτὴν ὡς πατρίδα, Πινδ. Ι. 6 (4). 55· πρ. εἰς μέσον ἢ εἰς τὸ μ., προ τείνω, Πλάτ. Νόμ. 812C, 936A (καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 57Α), 4) κάμνω λόγον, μνημονεύω, μὴ προσφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν Θουκ. 3. 64. πρβλ. 5. 26, Πλάτ. Σοφ. 259D· προσφέρων Ἄρτεμιν, προβάλλων τὸ ἀξίωμα αὐτῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 201· πρ. τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν, ἀναφέρων ὡς παράδειγμα, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 8, πρβλ. Πολιτ. 3. 17, 6· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ, ζῷα ἀνθρωπίνας πρ. φωνὰς Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 73· ἀναμνήσεως χάριν πρ. Πολύβ. 4. 66, 10. 5) ἐπὶ μαντείου προβάλλω ὡς ἔργον (πρβλ. προτίθημι Ι. 5), τοῖσι Θηραίοισι πρέφερε ἡ Πυθίη τὴν ἐς Λιβύην ἀποικίην Ἡρόδ. 4. 151· ἡ Πυθίη προφέρει σφι, τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῦν ὁ αὐτ. 5. 63 - Παθ., προὐνεχθέντος τινὶ (γεν. ἀπόλ.), ἐὰν ἤθελε διαταχθῇ τις νὰ πράξῃ οὕτω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 964. ΙΙ. παρουσιάζω, δεικνύω, ἐπιδεικνύω, πρ. μένος Ἰλ. Κ. 479· προφέρω ἔριδα, ἁμιλλῶμαι, Ὀδ. Ζ. 92· πόλεμόν τινι προφέρω, κηρύττω πόλεμον κατά τινος, Ἡρόδ. 7. 9, 3. - Μέσ., ἀνὴρ ὅστις ξεινοδόκῳ ἔριδι προφέρηται ἀέθλων, ὅστις τὸν ξενίζοντα αὐτὸν προκαλεῖ εἰς ἅμιλλαν ἀγώνων Ὀδ. Θ. 210, πρβλ. Ἰλ. Γ. 7. ΙΙΙ. πόρρω φέρω, φέρω μακράν, ἁρπάζω τι καὶ τὸ φέρω μακράν, προφέρουσα κακὴ ἀνέμοιο θύελλα εἰς ὄρος ἢ εἰς κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης Ἰλ. Ζ. 346, Ὀδ. Υ. 64· οὕτως ἐπὶ τοῦ θανάτου, πρ. σώματα τέκνων Εὐρ. Μήδ. 1111. IV. θέτω ἢ κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, πόδα Εὐρ. Τρῳ. 1332· - ἀκολούθως, προάγω, βοηθῶ, Λατ. proferre, promovere, ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῦ, πρ. δὲ καὶ ἔργου, ἀντὶ φέρει πρόσω τῆς ὁδοῦ, προάγει εἰς τὴν ὁδὸν καὶ εἰς τὸ ἔργον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 577· οὕτω, πρ. εἴς τι, συντελῶ, βοηθῶ πρός τι, Θουκ. 1. 93, πρβλ. Πινδ. Π. 2. 159· ὡσαύτως, πρ. πρός τι Δίων Κ. 78. 38. - Παθ., κινοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 12, 4. 2) ἀμεταβ., ὑπερτερῶ, ὑπερβαίνω τινά, τινὸς Σιμωνίδ. 165, Ἀνθ. Π. 9. 344 (ἔνθα κοινῶς φέρεται ὁππόσον Οὐρανίην Καλλιόπη προφέρει)· μετὰ δοτ. πράγμ., εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀΐων, ἔρια ὑπερέχοντα κατά τε τὸ κάλλος καὶ τὴν ἀξίαν τῶν ἀπὸ τῶν προβάτων ἐρίων, Ἡρόδ. 3. 106· πλούτῳ καὶ εἴδεϊ προφέρων Ἀθηναίων ὁ αὐτ. 6. 127· ἡ Νάξος εὐδαιμονίῃ τῶν νήσων πρ. ὁ αὐτ. 5. 28, πρβλ. Θουκ. 1. 123., 2, 89· ὡσαύτως, πρ. τινὸς εἴς τι Εὐρ. Μήδ. 1092· ἔν τινι Δίων Κ. 77. 11· - ἐντεῦθεν προφερής. V. γεννῶ τέκνα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 686. 6. VI. φέρω ἔμπροσθεν, λύχνον τινὶ Δίων Κ. 39. 31, πρβλ. 72. 17.
Middle Liddell
fut. -οίσω aor1 -ήνεγκα aor2 -ήνεγκον —epic 3rd sg. pres. subj. προφέρῃσι
I. to bring before one, bring to, present, offer, Il., Thuc.
2. of words, πρ. ὀνείδεά τινι to throw reproaches in his teeth, Il.: and so, πρ. τινί to throw in one's teeth, bring forward, allege, Lat. objicere, μή μοι δῶρα πρόφερε Ἀφροδίτης Il.
3. simply, to utter, αὐδάν, μῦθον Eur.; πρ. Αἴγιναν πάτραν to proclaim it as their country, Pind.
4. to bring forward, cite, Thuc.; προφέρων Ἄρτεμιν pleading Artemis as authority, Aesch.
5. of an oracle, to propose as a task, Hdt.:—Pass., προὐνεχθέντος τινί (gen. absol.) if it were commanded one to do so, Aesch.
II. to bring forward, display, Il.; ἔριδα πρ. to show, i. e. engage in, rivalry, Od.; πόλεμόν τινι πρ. to declare war against one, Hdt.:—Mid., ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρεσθαι to offer quarrel to one's host, Od.
III. to bear on or away, to carry off, sweep away, of a storm, Hom.
IV. to move forward, πόδα Eur.:—then, to promote, further, assist, ἠὼς προφέρει ὁδοῦ morning furthers one on the road, Hes.; πρ. εἴς τι to conduce, help towards gaining an object, Thuc.
2. intr. to surpass, excel another, c. gen., Hdt., Thuc.
Chinese
原文音譯:profšrw 普羅-費羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:以前-攜帶
字義溯源:發出,發出來,提出;由(πρό)*=前)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 發出⋯來(2) 路6:45; 路6:45
Lexicon Thucydideum
in medium afferre, to bring forward, produce, 6.69.2,
proferre, allegare, to bring forward, cite, 3.64.3, 5.17.2, 5.31.3,
Neutr. neuter praestare, antecellere, to excel, surpass, 1.123.1, 2.89.3, 7.64.2, 7.77.2,
proficere, adiumento esse, to benefit, be of help, 1.93.3,
PASS. proferri, memorari, to be brought forward, mentioned, 5.26.4, 7.69.2,
MED. proferre, allegare, to bring forward, cite, 3.59.2.