σιτώ

From LSJ
Revision as of 13:04, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

σιτῶ, -έω, ΝΜΑ σῑτος
νεοελλ.
παρέχω τροφή, σιτίζω
μσν.-αρχ.
τρώω μέρος από ένα όλο («καρύων καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ πρεσβύτης ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.)
αρχ.
(κυρίως το μέσ.) σιτοῦμαι, -έομαι
1. τρώω
2. τρέφομαι με κάτι, σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς μοῡνον», Ηρόδ.).