ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
inf. ao.2 de μανθάνω.
μᾰθεῖν: απαρ. αορ. βʹ του μανθάνω.
μᾰθεῖν: inf. aor. 2 к μανθάνω.
aor.2 zu μανθάνω.