μαθεῖν

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de μανθάνω.

Greek Monotonic

μᾰθεῖν: απαρ. αορ. βʹ του μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθεῖν: inf. aor. 2 к μανθάνω.

German (Pape)

aor.2 zu μανθάνω.