οστρακόεις
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Greek Monolingual
ὀστρακόεις, -εσσα, -εν και συνηρ. τ. ὀστρακοῡς, -οῦν
(Α)
(ποιητ. τ.) οστράκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -όεις].