οστράκινος
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀστράκινος, -ίνη, -ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο
μσν.-αρχ.
(για αγγείο) πήλινος, κεραμιδένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλινος)].