οστρακόεις
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
Greek Monolingual
ὀστρακόεις, -εσσα, -εν και συνηρ. τ. ὀστρακοῡς, -οῦν(Α)
(ποιητ. τ.) οστράκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -όεις].