προσέγκειμαι

Revision as of 12:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

strengthd. for ἔγκειμαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 757] (s. κεῖμαι), dabei, darauf liegen, drücken, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προσέγκειμαι: «προσεγκεῖσθαι· ἐγκεῖσθαι, ἐπικεῖσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(επιτετ. τ. του έγκειμαι) (κατά τον Ησύχ.) «προσεγκεῑσθαι
ἐγκεῑσθαι, ἐπικεῑσθαι».