μασχαλιαίος
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μασχαλιαῑος, -αία, -ον) μασχάλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στη μασχάλη (α. «μασχαλιαία αρτηρία» β. «μασχαλιαία λεμφογάγγλια»)
αρχ.
φρ. «μασχαλιαία πλίνθος» — κόσμημα κίονα ή, κατ' άλλους, γωνιαίος λίθος.