πρυμναίος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
Greek Monolingual
-α, -ο / πρυμναῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται στην πρύμνη, πρυμιός (α. «πρυμναίο πυροβολείο» β. «πρυμναῑα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμναία
όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη του πλοίου που βρίσκονται προς το μέρος της πρύμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -αῖος].