νέμειος

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

νέμειος, -εία, -ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, -αία, -ον) Νεμέα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεμέα ή βρίσκεται στην περιοχή της Νεμέας ή προέρχεται από τη Νεμέα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Νέμειος
προσωνυμία του Διός
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Νέμειον
ο ναός του Νεμείου Διός στη Λοκρίδα.