κλαρία

From LSJ
Revision as of 11:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek (Liddell-Scott)

κλαρία: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κληρία, τά, συγγραφὴ χρεωστική, «ὁμόλογον», Πλουτ. Ἆγις 13.

French (Bailly abrégé)

v. κληρίον.

Greek Monolingual

κλαρία ή, δ. γρφ., κλάρια, τὰ (Α) κλάρος
γραπτές ομολογίες χρέους, χρεωστικά έγγραφα, χρεώγραφα («τὰ παρὰ τῶν χρεωστῶν γραμματεῑα... ἅ κλαρία καλοῡσι», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

κλᾱρία: τά [дор. pl. к κληρίον долговая книга, список задолженности Plut.