στύγημα

Revision as of 09:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A an abomination, E.Or.480; ὦ σ., in addressing a person, Babr.95.62.

German (Pape)

[Seite 958] τό, das Gehaßte, der Gegenstand des Hasses; στύγημα ἐμόν Eur. Or. 480; Babr. 95, 62.

Greek (Liddell-Scott)

στύγημα: [ῠ], τό, βδέλυγμα, Εὐρ. Ὀρ. 480· ὦ στύγημα, πρὸς πρόσωπον λεγόμενον, Βάβρ. 95. 62.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: στυγέω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α στυγῶ
(ποιητ. τ.) το αντικείμενο του μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα.

Greek Monotonic

στύγημα: [ῠ], -ατος, τό, βδέλυγμα, σίχαμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στύγημα: ατος (ῠ) τό предмет ненависти, отвращения или ужаса Eur., Babr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στύγημα -ατος, τό [στυγέω] voorwerp van haat of afschuw.

Middle Liddell

στύ˘γημα, ατος, τό,
an abomination, Eur.

English (Woodhouse)

object of abhorrence, object of detestation, object of execration, object of hatred, object of loathing