στυγέω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠγέω Medium diacritics: στυγέω Low diacritics: στυγέω Capitals: ΣΤΥΓΕΩ
Transliteration A: stygéō Transliteration B: stygeō Transliteration C: stygeo Beta Code: stuge/w

English (LSJ)

Il.7.112, Hdt.7.236, E.El.1017, etc.: aor. 1 ἔστυξα, opt.
A στύξαιμι Od.11.502 (v. infr. ΙΙ): aor. 2 ἔστῠγον (κατ-) 10.113, Il.17.694: later aor. 1 ἐστύγησα A.Supp.528 (lyr.), E.Tr.710: pf. ἐστύγηκα J.Ap.2.24, (ἀπ-) Hdt.2.47:—Pass., fut. στυγήσομαι in pass. sense, S.OT672: aor. ἐστυγήθην A.Th.691, E.Alc.465 (lyr.): pf. ἐστύγημαι Lyc.421; ἔστυγμαι Hsch.:—poet. Verb (also in Hdt. and later Prose, Phld.Lib.p.13 O., J.l.c.), hate, abhor, c. acc., Il.20.65, al., Hes. (Th. 739, al.), and Trag. (v. infr.); also in Thgn.278, Pi.Fr.203.2, Emp. 115.12, 116, Hdt.7.236; Com. only in paratragoedic and lyric passages, Ar.Ach.33 (cf. Sch. ad loc.), 472, Th.1144 (lyr.), Diph.73.5, Com.Adesp.1278; never in Att. Prose: stronger than μισέω, for it means to show hatred, not merely to feel it, τὸ πρᾶγμα... ἢν μὲν ἀξίως μισεῖν ἔχῃ, στυγεῖν δίκαιον E.El.1017: c. inf., hate or fear to do a thing, Il.1.186, 8.515, S.Ph.87, A.R.2.628:—Pass., to be abhorred, be detested, τὸν μέγα στυγούμενον A.Pr.1004; Φοίβῳ στυγηθέν Id.Th. 691; τί δ' ἐστίν.. πρός γ' ἐμοῦ στυγούμενον; what is the horrid thing that I have done? S.Tr.738.
II in aor. 1, make hateful, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι μένος καὶ χεῖρας then would I make my courage and my hands a hate and fear to many a one, Od.11.502: but this aor. is used in the common sense by A.R.4.512, AP7.430 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 958] fut. στυγήσω, aor. ἔστυγον, Od. 10, 113, vgl. Il. 17, 694, ἔστυξα s. a. E. (Στύξ), – 1) hassen, verabscheuen u. deshalb fürchten, τινά, 8, 370; τόν τε στυγέουσι καὶ ἄλλοι, 7, 112; λαῖφος, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπος ἔχοντα, Od. 13, 400; c. inf., sich scheuen Etwas zu thun, Il. 1, 186. 8, 515, wie Soph. τοὺς δὲ καὶ πράσσειν στυγῶ, Phil. 87; λόγῳ, Pind. frg. 217; τί τὸν θεοῖς ἔχθιστον οὐ στυγεῖς θεόν; Aesch. Prom. 37. ὃν.δ' ἐχρῆν φιλεῐν, στυγεῖς, Ch. 894, auch, pass., Φοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος, Spt. 673; θεοὶ στυγοῦσι τοὺς κακούς, Soph. Ai. 833, u. öfter; οὗτος δὲ στυγήσεται, O. R. 672; oft Eur., z. B. μή με στυγήσῃς, Troad. 705; ἐμοί γ' ἂν εἴη στυγη θείς, Alc. 467; Ar. Ach 33 Th. 11, 44; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 268; u. in Prosa, wie Her 7, 236; Alciphr. 3, 28. – 2) im aor. I. verhaßt, furchtbar machen, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι μένος καὶ χεῖρας, ich würde wohl manchem meinen Muth und meine Hände furchtbar machen, Od. 11, 502. – Doch hat dieser, aor. die gew. Bdtg hassen, fürchten bei sp. D. wie Ap. Rh. 4, 512, Diosc. 13 (VII, 430).

French (Bailly abrégé)

στυγῶ :
f. στυγήσω, ao. ἐστύγησα et ἔστυξα, ao.2 ἔστυγον, pf. ἐστύγηκα;
Pass. f. στυγηθήσομαι et στυγήσομαι, ao. ἐστυγήθην, pf. ἔστυγμαι;
1 haïr, avoir en horreur, acc. ; craindre ; avec l'inf. craindre de;
2 à l'ao. rendre odieux ou redoutable : τινί τι qch à qqn.
Étymologie: στύγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυγέω poët. conj. 3 sing. στυγέῃ en στυγέῃσι; ep. opt. aor. στύξαιμι Od. 11.502; poët. them. aor. ἔστυγον; fut. med. met pass. bet. στυγήσομαι met acc. haten, verafschuwen:; οἰκία... τά τε στυγέουσι θεοί περ zijn verblijfplaats, die zelfs de goden verafschuwen Il. 20.65; pass.. ἐνθ’ ἂν ᾖ στυγήσεται waar hij ook is zal hij verafschuwd worden Soph. OT 672. met inf. ervoor terugschrikken om:. ὄφρα στυγέῃ … καὶ ἄλλος ἶσον ἐμοὶ φάσθαι opdat ook een ander ervoor terugschrikt om zich gelijk aan mij te achten Il. 1.186. gehaat of gevreesd maken. Od. 11.502.

Russian (Dvoretsky)

στῠγέω: (aor. 1 ἐστύγησα и ἔστυξα; pass.: fut. στυγήσομαι, aor. ἐστυγήθην)
1 относиться с ненавистью, ненавидеть (τινα и τι Hom., Pind., Her., Trag.): σ. πράσσειν τι Soph. питать отвращение к свершению чего-л.; τί δ᾽ ἔστιν πρός γ᾽ ἐμοῦ στυγούμενον; Soph. что же ужасного мною (сделано)?;
2 страшиться, бояться (Τρῶσιν φέρειν Ἄρηα Hom.);
3 внушать страх, наводить ужас: σ. τινί τι Hom. внушать кому-л. ужас перед чем-л.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἔστυγον, aor. 1 opt. στύξαιμι: abominate, loathe, hate; κατὰ (adv.) δ' ἔστυγον αὐτήν, ‘were disgusted' at the sight of her, Od. 10.113; aor. 1 is causative, make hateful or horrible, Od. 11.502.

English (Slater)

στῠγέω spurn ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει (Boeckh, Wil.: -έουσι codd.) fr. 203. 2.

Greek Monotonic

στῠγέω: αόρ. αʹ ἐστύγησα και ἔστυξα, παρακ. ἐστύγηκα, αόρ. βʹ ἔστῠγον — Παθ., μέλ. στυγήσομαι, με Παθ. σημασία, αόρ. αʹ ἐστυγήθην·
I. μισώ, απεχθάνομαι, σιχαίνομαι, αηδιάζω, αποστρέφομαι· με ισχυρότερη σημασία από το μισέω, σε Όμηρ., Τραγ.· με απαρ., αποστρέφομαι ή τρομάζω, φοβάμαι να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. — Παθ., είμαι αντικείμενο αποστροφής, αηδίας, σε Αισχύλ.· τί δ' ἐστι πρός γ' ἐμοῦ στυγούμενον; τί το αποτρόπαιο, φρικαλέο έχω κάνει; σε Σοφ.
II. σε αόρ. αʹ, καθιστώ κάποιον ή κάτι μισητό, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

στῡγέω: Ἰλ. Ζ. 112, Ἡρόδ., Τραγικ.· ἀόρ. ἐστύγησα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 528, Εὐρ. Τρῳ. 705, (ἀπ-) Σοφ.· πρκμ. ἐστύγηκα Ἰώσηπ., (ἀπ-) Ἡρόδ. -Παθ., μέλλ. στυγήσομαι μὲ παθ. σημασίαν, Σοφ. Ο. Τ. 672· ἀόρ. ἐστυγήθην Αἰσχύλ., Εὐρ.· πρκμ. ἐστύγημαι Λυκόφρ. 421. -Τὸ ποιητικ. τοῦτο ῥῆμα προκύπτει κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τῆς √ΣΤΥΓ (ὅθεν καὶ τὰ Στύξ, Στύγος, στυγερός, στυγνός), καὶ πιθανῶς ἀμέσως ἐκ ταύτης τῆς ῥίζης σχηματίζονται οἱ παρ’ Ὀμήρῳ ἐν χρήσει χρόνοι, δηλ. ἀόρ. α΄ ἔστυξα, εὐκτικ. στύξαιμι Ὀδ. Λ. 502· ἀόρ. β΄ ἔστῠγον Κ. 113, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 694. Μισῶ, βδελύσσομαι, ἀποστρέφομαι, μετ’ αἰτ., συχν. παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ.· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 278, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2, Ἡρόδ. 7. 236, καὶ τρὶς παρ’ Ἀριστοφ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττικ.· εἶναι δὲ λέξις ἰσχυροτέρα τοῦ μισέω, διότι σημαίνει καὶ δεικνύω μῖσος οὐχὶ μόνον αἰσθάνομαι αὐτό, τὸ πρᾶγμα.., ἢν μὲν ἀξίως ἔχῃ, στυγεῖν δίκαιον Εὐρ. Ἠλ. 1016· - μέτ’ ἀπαρ., ὡσαύτως, μισῶ, ἀποστρέφομαι ἢ φοβοῦμαι νὰ πράττω τι, Ἰλ. Α. 186, Θ. 515, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 87, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 628· -Παθητ., εἶμαι ἀντικείμενον ἀποστροφῆς, μισοῦμαι, τὸν μέγα στυγούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 1004· Φοίβῳ στυγηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Θηβ. 791· τί δ’ ἐστὶ.. πρὸς γ’ ἐμοῦ στυγούμενον; Σοφ. Τρ. 738. ΙΙ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, κατέστησά τινα μισητόν, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι μένος καὶ χεῖρας, τότε ἤθελον καταστήσῃ τὸ θάρρος μου καὶ τὰς χεῖράς μου πράγματα μισητὰ καὶ φοβερὰ εἰς πολλούς, Ὀδ. Λ. 502· - ἀλλ’ ὁ ἀόρ. οὗτος εὕρηται μὲ τὴν συνήθη σημασίαν παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 512, Ἀνθ. Π. 430, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 531.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to hate, to detest, to hold back (ep. poet., Il., Hdt. a. late prose).
Other forms: Aor. στυγεῖν (Hom., Call., Nic. a.o.), στύξαι (λ 502 [caus.], A. R., Opp., AP), στυγ-ῆσαι, pass. -ηθῆναι, fut. -ήσομαι (trag.), perf. ἐστύγ-ηκα (Hdt. a.o.), -ημαι (Lyc.), -μαι (H.).
Compounds: Also w. ἀπο-, κατα-.
Derivatives: στυγ-ητός hated, detestable (A. Pr., late prose), -ημα n. object of hate, detestation (E. a.o.), ἀπο- στυγέω ησις f. detestation (sch.). -- Besides the adj. 1. στυγ-ερός hated, full of hate, detestable (ep. poet. Il.). 2. -νός id., also gruesome, sad etc. (Archil., Hp., trag. etc.) with -νότης f. (hell. a. late), -νία f. (sch.), -νόομαι (also w. κατα-) to be somber (AP, H.), -νωσον χώρισον H., -νάζω (also w. δια-, κατα-, συν-) to be, become overcast (NT a.o.) with -νασις f. (late). 3. -ιος hated, detestable (E., Plu.; cf. on Στύξ below). Subst. 1. στύγος n. hate, object of hate (A. a.o.). 2. Στύξ, -γός f. river in the Underworld (Hom. etc.) with adj. Στύγιος (trag. a.o.), name of an Arcadian mountain brook wit icecold water (Hdt., Str., Paus.), also appellat. hate, detestation (Alciphr.), pl. icy cold (Thphr.); also = σκώψ (Ant. Lib. a.o.). Compp. στυγ-άνωρ hating men (A. Pr.), ψευσί-στυξ hating lies (AP).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1033, 1035] *stug- be cold, freeze?
Etymology: The rise of the above forms cannot be reconstructed with certainty. Old is in any case the primary suffixless Στύξ; whether the pres. στυγέω or the aor. ἔστυγον was prior cannot be decided, as the latter just like στύξαι can be metrically conditioned; cf. ἔκτυπον s. κτύπος (also Schwyzer 721 and Chantraine Gramm. hom. 1, 347). From στυγέω first στυγη-τός, -μα, prob. also as backformation στύγος (cf. μισέω: μῖσος). The adj. can be explained in diff. ways. -- No certain etymology. As behind the notion hate a concrete conception will be hidden and for στύξ the meaning icy cold, icecold water is in fact attested (from where στυγέω prop. shiver?) it is obvious to connect a synonymous Slav. word: Russ. stýgnutь, stúgnutь cool down, get cold, freeze, Stugna tributary of the Dniepr. Much less usual are forms with -d-, e.g. Russ. stúda cold, studítь cool (down), OCS studъ also = αἰσχύνη; a Slavic change -dn- to -gn- is perhaps not to be excluded (s. lit. in Vasmer s. stýgnutь). Connection with a verb for push etc., e.g. Skt. tujáti, Germ., e.g. NLG stūken, is semantically more difficult to motivate. Further hypotheses (to στύω a.o.) in Bq, WP. 2, 616f. a. 620, Pok. 1033 u. 1035, Vasmer s.vv., also Fraenkel s. 1. stúgti; everywhere w. lit. -- New proposal by v. Windekens Orbis 13, 224 f.: to Toch. B ścono, śconiye hate from steu-n-.

Middle Liddell

I. to hate, abominate, abhor, stronger than μισέω, Hom., Trag.:—c. inf. to hate or fear to do a thing, Il., Soph.:—Pass. to be abhorred, detested, Aesch.; τί δ' ἐστι πρός γ' ἐμοῦ στυγούμενον; what is the horrid thing that I have done? Soph.
II. in aor1, to make hateful, Od.

Frisk Etymology German

στυγέω: (seit Il.),
{stugéō}
Forms: Aor. στυγεῖν (Hom., Kall., Nik. u.a.), στύξαι (λ 502 [Kaus.], A. R., Opp., AP), στυγῆσαι, Pass. -ηθῆναι, Fut. -ήσομαι (Trag.), Perf. ἐστύγηκα (Hdt. u.a.), -ημαι (Lyk.), -μαι (H.),
Grammar: v.
Meaning: hassen, verabscheuen, sich scheuen (ep. poet., Hdt. u. sp. Prosa).
Composita: auch m. ἀπο-, κατα-,
Derivative: Davon στυγητός verhaßt, abscheulich (A. Pr., sp. Prosa), -ημα n. Gegenstand des Hasses, Abscheus (E. u.a.), ἀπο- ~ ησις f. Abscheu (Sch.). — Daneben die Adj. 1. στυγερός verhaßt, haßerfüllt, abscheulich (ep. poet. seit Il.). 2. -νός ib., auch grausig, traurig (Archil., Hp., Trag. usw.) mit -νότης f. (hell. u. sp.), -νία f. (Sch.), -νόομαι (auch m. κατα-) düster sein (AP, H.), -νωσον· χώρισον H., -νάζω (auch m. δια-, κατα-, συν-) trübe sein, werden (NT u.a.) mit -νασις f. (sp.). 3. -ιος verhaßt, abscheulich (E., Plu.; vgl. zu Στύξ unten). Subst. 1. στύγος n. Haß, Gegenstand des Hasses (A. u.a.). 2. Στύξ, -γός f. Fluß der Unterwelt (Hom. usw.) mit Adj. Στύγιος (Trag. u.a.), N. eines arkadischen Bergbaches mit eiskaltem Wasser (Hdt., Str., Paus.), auch appellat. Hass, Abscheu (Alkiphr.), pl. Eiseskälte (Thphr.); auch = σκώψ (Ant. Lib. u.a.). Kompp. στυγάνωρ mannhassend (A. Pr.), ψευσίστυξ lügenhassend (AP).
Etymology: Das Herauswachsen der obigen Formen läßt sich nicht mit Sicherheit rekonstruieren. Alt ist jedenfalls das primäre suffixlose Στύξ; ob dem Präs. στυγέω oder dem Aor. ἔστυγον die Priorität zukommt, bleibt unentschieden, da letzteres ebensowie στύξαι metrisch bedingt sein kann; vgl. ἔκτυπον s. κτύπος (auch Schwyzer 721 und Chantraine Gramm. hom. 1, 347). Von στυγέω zunächst στυγητός, -μα, wohl auch als Rückbildung στύγος (vgl. μισέω: μῖσος). Die Adj. lassen sich auf mehrfache Weise erklären. — Ohne sichere Etymologie. Da hinter dem Begriff hassen sich eine konkrete Vorstellung verstecken muß und für στύξ die Bed. Eiseskälte, eiskaltes Wasser tatsächlich belegt ist (wovon στυγέω eig. schaudern ?) liegt es nahe, bei einem synonymen slav. Wort Anschluß zu suchen: russ. stýgnutь, stúgnutь abkühlen, kalt werden, frieren, Stugna Nebenfluß d. Dniepr. Weit gewöhnlicher sind indessen Formen mit -d-, z.B. russ. stúda Kälte, studítь abkühlen, aksl. studъ auch = αἰσχύνη; ein slavischer Wandel -dn- zu -gn- ist vielleicht nicht auszuschließen (s. Lit. bei Vasmer s. stýgnutь). Anknüpfung an ein Verb für stoßen, z.B. aind. tujáti, germ., z.B. nnd. stūken, ist semantisch schwieriger zu begründen. Weitere Hypothesen (zu στύω u.a.) bei Bq, WP. 2, 616f. u. 620, Pok. 1033 u. 1035, Vasmer s.vv., auch Fraenkel s. 1. stúgti; überall m. Lit. — Neuer Vorschlag bei v. Windekens Orbis 13, 224 f.: zu toch. B ścono, śconiye Haß aus steu-n-.
Page 2,812-813