ατελέσφορος
From LSJ
Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀτελέσφορος, -ον) τελεσφόρος
νεοελλ.
ο χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελος, μάταιος
μσν.
αυτός που δεν ωριμάζει τους καρπούς του.