εἰσευπορέω

Revision as of 01:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A procure in plenty, τὸ πλεῖστον Supp.Epigr.1.366.40 (Samos, iii B.C.); χρήματα τῇ πόλει D.S.16.40 ; ποθόδους τοῖς ἐγχωρίοις GDI3069 (Selymbria) : abs., SIG364.74 (Ephesus).

German (Pape)

[Seite 743] reichlich hereinschaffen, χρήματα τῇ πόλει D. Sic. 16, 40.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσευπορέω: χορηγῶ ἐν ἀφθονίᾳ, χρήματα τῇ πόλει Διόδ. 16. 40.

Spanish (DGE)

proporcionar, procurar con generosidad dinero εἰς τὰ τοῦ δάμου συμφέροντα χρήματα ἐκ τῶν ἰδίων TC 52.4 (III a.C.), ἶσον ἐπηγγείλατο τοῖς τὸ πλεῖστον εἰσευπορήσασι IG 12(6).11.40 (Samos III a.C.), ποθόδους τοῖς ἐγχωρίοις ISalymbria 24.9 (I a./d.C.), cf. IMylasa 137.24 (heleníst.), D.S.16.40
abs. dar dinero, contribuir οἵδε ... εἰσευπ[όρησαν] οἳ μὲν δωρεάν, οἳ δὲ ἄτοκα unos contribuyeron con un donativo, otros sin interés, Jahresh. 11.1908.56.31 (Halicarnaso III a.C.), cf. IEphesos 4.74 (III a.C.), c. dat. instrum. εἰς τὰ τῷ βασιλεῖ συμφέροντα πολλάκις χρήμασιν εἰσευπορῶν IEryth.28.31 (III a.C.).

Russian (Dvoretsky)

εἰσευπορέω: доставлять в изобилии (χρήματα τῇ πόλει Diod.).