διάφλυξις

Revision as of 10:45, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, v. sub διαφλύζω.

Greek (Liddell-Scott)

διάφλυξις: -εως, ἡ, ὑπέρβλυσις, ἀνάζεσις, ἀναβρασμός, «ξεχείλισμα», Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 456.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ

• Morfología: [plu. nom. διαφλύξιες]
empapamiento Hp. en Gal.19.92.

Greek Monolingual

διάφλυξις, η (Α)
ξεχείλισμα, αναβρασμός υγρού.