διαφλύζω

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφλύζω Medium diacritics: διαφλύζω Low diacritics: διαφλύζω Capitals: ΔΙΑΦΛΥΖΩ
Transliteration A: diaphlýzō Transliteration B: diaphlyzō Transliteration C: diaflyzo Beta Code: diaflu/zw

English (LSJ)

and διαφλύω, to be in exuberant health:—also Subst. διάφλυξις, εως, ἡ, = ὑπερβλυσις, Gal.19.92.

Spanish (DGE)

inundar, empapar en v. pas., διαφλυχθεῖσα· διαχυθεῖσα, ὑγρανθεῖσα Hp. en Gal.19.92 (pero quizá l. -φλυθ- de διαφλύω q.u.).

Greek (Liddell-Scott)

διαφλύζω: ἢ διαφλύω, ὑγραίνω, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 456.

Greek Monolingual

και διαφλύω (Α)
1. ξεχειλίζω από υγεία
2. παθ. διαπερνιέμαι.