εἰκοσιέτις
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Spanish (DGE)
-ιδος
• Alolema(s): εἰκοσέτ- AP 7.166 (Diosc. o Nicarchus), IKyzikos 1.516.4 (II a.C.)
• Morfología: [ac. -ιν AP l.c., IKyzikos l.c.]
de veinte años de edad γυναικὶ μὲν ... ἀρξαμένῃ ἀπὸ εἰκοσιέτιδος μέχρι τετταρακονταέτιδος τίκτειν τῇ πόλει Pl.R.460e, en epigr. funerarios Λαμίσκην ... κρύπτουσιν Λιβύης ᾐόνες εἰκοσέτιν AP l.c., cf. IKyzikos l.c.