γαμψόομαι
From LSJ
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
Spanish (DGE)
curvarsedel pico de las águilas τὸ ῥύγχος ... γαμψούμενον ἀεὶ μᾶλλον Arist.HA 619a17, cf. Antig.Mir.46
•tard. act. Sud.s.u. γαμψώνυχα.
Russian (Dvoretsky)
γαμψόομαι: быть изогнутым, кривым (ῥύγχος γαμψούμενον Arst.).