ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
ἰοδερκής, -ές (Α)
αυτός που έχει μενεξεδιά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. οξυ-δερκής, παν-δερκής].