ἀμμορίη
English (Autenrieth)
(μόρος): μοῖράν τ' ἀμμορίην τε, all that is ‘fated and unfated,’ Od. 20.76†. Cf. ἄμμορος (2).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
confinesde una región o circunscripción, epigr. en D.7.40.
-ης, ἡ
mala suerte, infortunio ὁ γάρ τ' εὖ οἶδεν ἅπαντα, μοῖράν τ' ἀμμορίην τε καταθνητῶν ἀνθρώπων Od.20.76, φεῦ μεγάλης Ἑλλάδος ἀμμορίης AP 9.284 (Crin.).