ζωογλύφος
Greek Monolingual
ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο-γλύφος, τοκο-γλύφος].
ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο-γλύφος, τοκο-γλύφος].