ημεροφαής

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

ἡμεροφαής, -ές (AM)
αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της ημέρας.
επίρρ...
ἡμεροφαῶς (Μ)
στο φως της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστρο-φαής, λαμπρο-φαής].