ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ο1. ο θάνατος («να σε φάει ο θανατάς»)2. φρ. «είναι του θανατά» — είναι ετοιμοθάνατος, πεθαίνει.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κατάλ. -ας (πρβλ. μυλων-άς, σιδερ-άς, ψωμ-άς)].