ιμανήθρη

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

ἱμανήθρη, ἡ (Α)
ιμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, -άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από ἱμανῶ < ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα -η-θρα (< επίθημα -θρον / -θρα παρεκτεταμένο με -η-), πρβλ. δακτυλ-ήθρα, κολυμβ-ήθρα].