καινόρραφος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Greek (Liddell-Scott)

καινόρραφος: -ον, νεωστὶ ῥαφείς, Θ. Στουδ. Cod. Par. 891, fol. 166 ro.

Greek Monolingual

καινόρραφος, -ον (Μ)
ο ραμμένος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -ρραφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ά-ρραφος, πολύ-ρραφος].