θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
ιατρ.
παθοφυσιολογικός όρος που χρησιμοποιείται σήμερα στη βιβλιογραφία ως σχεδόν συνώνυμος του σοκ («α. καρδιοαγγειακό κολάπσους» β. «κυκλοφορικό κολάπσους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collapsus < λατ. collapsus < collabor «καταπίπτω, καταρρέω»].