κοιλιοστροφία

Revision as of 11:50, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ἡ, A colic, Sch.Nic.Al.597.

German (Pape)

[Seite 1466] ἡ, Umwenden der Eingeweide, Schol. Nic. Al. 596.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιοστροφία: ἡ, συστροφὴ τῶν ἐντέρων μετὰ ὀξέος πόνου, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 596.

Greek Monolingual

κοιλιοστροφία, ἡ (Α)
κολικός του εντέρου, οδυνηρή συστροφή τών εντέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -στροφία (< -στρόφος < στρόφος < στρέφω), πρβλ. ποδο-στροφία, χορδο-στροφία].