κοιρανίδης

Revision as of 09:33, 7 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[νῐ], ου, ὁ, A member of a ruling house, S.Ant.940 (anap., pl.), Sammelb.5829 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1470] ὁ, = κοίρανος, Soph. Ant. 931, der Machthaber.

Greek (Liddell-Scott)

κοιρᾰνίδης: νῐ, ου, ὁ, = κοίρανος, Σοφ. Ἀντ. 940.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils de roi, prince.
Étymologie: κοίρανος.

Greek Monolingual

κοιρανίδης, ὁ (Α)
μέλος ηγεμονικού οίκου, άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίρανος + κατάλ. -ίδης (πρβλ. δραπετ-ίδης, ηγεμον-ίδης)].

Greek Monotonic

κοιρᾰνίδης: [νῐ], -ου, ὁ, = κοίρανος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κοιρᾰνίδης: ου (ῐδ) ὁ правитель, царь (Θήβης Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιρανίδης -ου, ὁ [κοίρανος] machthebber.

Middle Liddell

κοιρᾰνῐ́δης, ου, = κοίρανος, Soph.]