κριόμορφος

Revision as of 13:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A ramformed, Sch.rec.A.R.1.256.

German (Pape)

[Seite 1510] wie ein Widder gestaltet, ναῦς, Schol. Paris. An. Rh. 1, 256.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα κριοῦ, Σχόλ. νεώτ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α΄, 256.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κριόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. λεοντό-μορφος, ταυρό-μορφος].