το (AM κριθάριον, Μ και κριθάριν και κριθάρι)1. το φυτό κριθή2. ο καρπός του φυτού αυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -άριον (πρβλ. σιτ-άριον, σωλην-άριον)].