λεκτροκλόπος

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

German (Pape)

[Seite 27] ὁ, der Ehebrecher, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

λεκτροκλόπος: (κλέπτω) μοιχός, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 178.

Greek Monolingual

λεκτροκλόπος, ὁ (Α)
μοιχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνο-κλόπος, φρενο-κλόπος].