λιμενοδείκτης
Greek Monolingual
ο
ναυτικό βιβλίο παλαιότερων εποχών, στο οποίο περιέχονταν λεπτομερείς λιμενικοί χάρτες και περιγραφές ακτών, λιμένων και όρμων, καθώς και οδηγίες χρήσιμες στους ναυτιλλομένους, κν. πορτολάνο(ς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + δείκτης. Ο τ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. portolano. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 από τον Κ. Σάθα στο περ. Χρυσαλλίς].